Το southern gothic – η μοντερνιστική φιλολογία του αμερικανικού Νότου – υπηρετήθηκε, εκτός από τον «πάπα» του είδους Ουίλιαμ Φόκνερ, και από άλλους σημαντικούς συγγραφείς, ανάμεσά τους πολυάριθμες γυναίκες όπως η Κάρσον ΜακΚάλερς, η Γουίλα Κάθερ, η Γιουντόρα Γουέλτι κ.ά. Ο όρος «γοτθικό» δεν αντιπροσωπεύει εν προκειμένω τον τρόμο που διατρέχει τη ραχοκοκαλιά της μικρής μας ύπαρξης μπρος στο άγνωστο και το απρόσμενο, αλλά τις άγνωστες, μυστηριακές δυνάμεις της πλούσιας υποτροπικής φύσης, τη γοητευτική παραδοξότητα των ανθρώπινων σχέσεων και τη δημιουργική παρακμή της κοινωνίας. Υποδηλώνει ακόμη μια άλλοτε ιμπρεσιονιστικής κι άλλοτε εξπρεσιονιστικής έμπνευσης λογοτεχνία που δεν διστάζει να βυθιστεί στα βαθύτερα κίνητρα πίσω από τις πράξεις των ανθρώπων, στην ανθεκτικότητα των μύθων, στους πανίσχυρους δεσμούς της παράδοσης, στις έλξεις και απωθήσεις της φυλετικής μείξης, στην κουλτούρα των Μαύρων και των πρώτων γάλλων εποίκων. Η στρατηγική ήττα του Νότου από τις δυνάμεις του εκσυγχρονισμένου, περισσότερο δημοκρατικού Βορρά κατά τον Αμερικανικό Εμφύλιο διαποτίζει επίσης το υποείδος αυτό. Υφέρπει η θέληση για εξήγηση (όχι δικαιολόγηση) της αυτονομιστικής τάσης του Νότου αλλά και για αποκόλληση από τα ποικίλα εύκολα στερεότυπα που του έχουν αποδοθεί (ο ρατσισμός, η Κου Κλουξ Κλαν, η δουλεία, η φεουδαλική αριστοκρατία των Νότιων Πολιτειών κ.ο.κ.).
Εδώ πρόκειται για μια υβριδική κοινωνία βαθιά ριζωμένη στην παράδοση, και αυτό απεικονίζεται στα περισσότερα διηγήματα, αλλά και στα λίγα μυθιστορήματα της Γιουντόρα Γουέλτι (1909 – 20010). Σπανίως χρησιμοποιείται ο όρος Λευκός, Μαύρος, Ινδιάνος, ή Μιγάς, όχι επειδή δεν έχει σημασία αλλά ακριβώς επειδή έχει, τόσο από ιστορική όσο και από λογοτεχνική σκοπιά. Οι ιδιότητες, ακόμη και οι ταυτότητες των ηρώων υπονοούνται από τον τρόπο που μιλάνε, που κινούνται, που ζουν. Είτε πρόκειται για έναν πλασιέ που ταξιδεύει διαρκώς λόγω επαγγέλματος, μη αναζητώντας κατά βάθος παρά εστία και οικογένεια, για να βρει εν τέλει τον θάνατο («Ο θάνατος ενός πλασιέ») είτε για τη νεαρή που ταξιδεύει με το τρένο εν μέσω μιας πολύβουης παρέας προκειμένου να ανακαλύψει ένα νέο ενδιαίτημα («Η νύφη του Ινισφαλεν»), είτε πάλι για τον κλινήρη μαθητή που χτίζει από το παράθυρό του την ιστορία της πόλης του μέσω των εικόνων που εκτυλίσσονται στο διπλανό σπίτι («Το ρεσιτάλ του Ιουνίου»), οι ταυτότητες προκύπτουν απ’ τα συμφραζόμενα – σχεδόν ποτέ δεν ονοματίζονται.
Ο τόπος ως μύθος
Η συλλογή αυτή αντλεί επιτυχώς από το έργο όλων πρακτικά των συγγραφικών εποχών της Γουέλτι – από τη δεκαετία του ’40 ώς αυτήν του ’60. Η εξέλιξη του ταλέντου της μπορεί να είναι ορατή αλλά οι συγγραφικές σταθερές παρούσες. Καταρχήν κεντρική είναι στο έργο της η σημασία των τόπων για την εξέλιξη της κάθε ιστορίας. Ο τόπος δεν είναι εδώ απλώς ένα απλό πλαίσιο για τη δράση. Συνιστά τον κύριο παράγοντα που κινητοποιεί τη συγγραφική μνήμη αλλά και τη μνήμη των ηρώων. Είναι ένας ενεργός υποδοχέας που πάνω του υφαίνεται η δυναμική των ανθρωπίνων σχέσεων, οι οποίες με τη σειρά τους τον μετασχηματίζουν. Συνιστά ακόμη ένα μυθολογικό υπόστρωμα – όπως π.χ. η επινοημένη πόλη της Μοργκάνα, αντλημένη από μεσαιωνικούς μύθους, όπου διεξάγεται μεγάλο μέρος του έργου της Γουέλτι. Πρόκειται για κάτι ανάλογο με τη μυθική Κομητεία της Γιοκαναπατάουφα όπου τοποθετούνται τα περισσότερα βιβλία του Ουίλιαμ Φόκνερ. Πολύ χοντρικά, η τυπολογία των τοπίων στο βιβλίο της Γουέλτι αφορά μεικτά, ανθρωπογενή οικοσυστήματα. Η φύση είναι πανταχού παρούσα, και οι άγριες, απειλητικές αντανακλάσεις της εισδύουν στις ζωές των ανθρώπων. Ωστόσο πρόκειται για ένα τοπίο που έχει ήδη αρχίσει να καλλιεργείται συστηματικά, να τιθασεύεται και να χρησιμοποιείται ως φυσικός πόρος. Τα ποτάμια αλιεύονται ή ευθυγραμμίζονται για τον κίνδυνο των πλημμυρών, ο χώρος χαρτογραφείται, το κυνήγι δίνει και παίρνει, δάση εκχερσώνονται, η κόκκινη πλούσια γη καλλιεργείται, τα σπίτια ζώνονται από κήπους και οπωρώνες. Τα εποικισμένα πλέον (συνήθως από Μαύρους) βαλτοτόπια στο Δέλτα του Μισισιπή (τα «μπαγιού») αποτελούν το κυρίαρχο φόντο στο έξοχο διήγημα «Δεν είναι εδώ για σένα, αγάπη μου», μια ονειρική ιστορία απόδρασης ενός ζευγαριού από τα κοινωνικά συμφραζόμενα της Νέας Ορλεάνης, έτσι προς χάριν της περιπέτειας αλλά και του ανέφικτου έρωτα. Παντού, η φύση είναι παρούσα με ευφάνταστες πινελιές που υπονοούν το μυθολογικό της στοιχείο αλλά και με βαθιά γνώση των λειτουργιών της.
Χάριν της περιπέτειας
Οι άνθρωποι άλλοτε παραδίδονται στο φυσικό στοιχείο, άλλοτε το φοβούνται κι άλλοτε το τιθασεύουν, πρόσκαιρα έστω. Στο «Μεγάλο Δίχτυ», διήγημα που δίνει και τον τίτλο της στη συλλογή αυτή, η Γουέλτυ παραδίδει μαθήματα γεωγραφίας. Η εύρεση του πτώματος μιας νεαρής εγκυμονούσας, που απειλεί να εκδικηθεί τον άντρα της για μια ολονύκτια απουσία του αυτοκτονώντας στο ποτάμι, εξελίσσεται σε εξερεύνηση/ ανακάλυψη του τοπίου και έπειτα σε μεγάλη γιορτή. Η παρέα που συγκροτείται για την εύρεση του πτώματος αποτελείται από τα πιο ετερόκλητα στοιχεία, ενίοτε μάλιστα με εχθρικές σχέσεις μεταξύ τους. Ωστόσο, ενόψει της περιπέτειας και άρα της κατανίκησης της βαρεμάρας που διέπει την καθημερινότητά τους, οι άνθρωποι αυτοί συνενώνουν τις δυνάμεις τους, εξερευνούν σπιθαμή προς σπιθαμή ένα συναρπαστικό τοπίο, αντιμετωπίζουν μια καταιγίδα και την απειλή νερόφιδων και αλιγατόρων, ψαρεύουν, τρώνε, αστειεύονται παραμερίζοντας το εκτυλισσόμενο δράμα, για να διασχίσουν εν τέλει εν πομπή ως θριαμβευτές την παρακείμενη πολίχνη με την ψαριά τους ανά χείρας. Η υποψήφια αυτόχειρας έχει στο μεταξύ επιστρέψει σπίτι ενώ η παρέα περνούσε τη μέρα της κάνοντας τα πιο ετερόκλητα πράγματα. Το ζεύγος σμίγει και μονοιάζει – το ανθρώπινο πανηγύρι έχει δικαιωθεί.
Οι αισθήσεις και η γλώσσα
Τα κουτσομπολιά, οι ιδιωματισμοί, η μουσικότητα
Το συγγραφικό μάτι της Γιουντόρα Γουέλτι έχει αποδοθεί ως φωτογραφικό, καλύτερα όμως του ταιριάζει ο όρος πανεποπτικό ή ίσως συστημικό. Τίποτα δεν της ξεφεύγει, ακόμη κι όταν σε κάποιο διήγημα τίποτα πρακτικά δεν συμβαίνει. Αυτό δεν αφορά μόνο την άγρια φύση ή τ’ απομεινάρια της αλλά επίσης το δομημένο, ενίοτε αστικό τοπίο, που η γεωμετρία του αποδίδεται ανάγλυφα, με όλες τις πιθανές φωτοσκιάσεις της. Εξίσου σημαντική είναι αίσθηση της ακοής. Ακούει κανείς με ευκρίνεια τα κουτσομπολιά των μικρών πόλεων, τις φωνές των παιδιών, τη διαφορετικότητα του επιτονισμού, τη ρυθμική βοή μιας αμαξοστοιχίας στο βάθος της κοιλάδας και τις απειλητικές βροντές της καταιγίδας, παρότι οι ιδιωματισμοί και η μουσικότητα της ντοπιολαλιάς είναι δύσκολο να μεταφερθούν σε άλλη γλώσσα. Η γλώσσα των ηρώων της αποδίδει την ταξική ή φυλετική τους προέλευση – κάτι ιδιαίτερα σημαντικό για τον αμερικανικό Νότο. Ωστόσο, σε κάποια διηγήματα η παράδοση της Γουέλτι στη γοητεία του αδιάκοπου ανθρώπινου βόμβου γίνεται κουραστική. Λ.χ. σε κάποια σημεία στο «Η Νύφη του Ινισφαλεν», στο «Πετρωμένος Αντρας» και στο «Γιατί μένω στο ΕΛΤΑ», οι φωνές μπερδεύονται στη συνείδηση του αναγνώστη, και παρότι κάποτε εξηγούν πολλά, συνηθέστερα δεν εξηγούν τίποτα και επομένως λίγο υπηρετούν την εξέλιξη της αφήγησης. Οι άνθρωποι, κατά το συνήθειό τους, λένε απλώς για να λένε.
Ωστόσο εδώ πρόκειται για μια συγγραφέα που αξιοποιώντας τα υπαρκτά μυθολογικά μοτίβα κατασκευάζει εν τέλει τη δική της μυθολογία. Οι άνθρωποι ζουν την ένταση της προσωπικής τους ιστορίας σε συνδυασμό με την επιθυμία ένταξης στην κοινότητα που τους περιβάλλει. Οι ανθρώπινες σταθερές και επιθυμίες είναι παρούσες. Ο κόσμος δείχνει περισσότερο συναρπαστικός και αισθαντικός (κυρίως όμως περισσότερα υποσχόμενος) μετά την ανάγνωση των διηγημάτων αυτής της συλλογής. Κι αν η ζωή η ίδια δεν είναι τόσο καλή μαζί μας, ε τότε ας την ανασκευάσουμε αφηγούμενοι ιστορίες που να βγάζουν νόημα. Αυτός, έχω την εντύπωση, πως είναι ο καταληκτήριος ψίθυρος της Γιουντόρα Γουέλτι στο αφτί μας.
Το μεγάλο δίχτυ και άλλες ιστορίες
Μτφ. – εισαγωγή Αθηνά Δημητριάδου, σελ. 477, Καστανιώτης 2018
Τιμή: 23,00 ευρώ