Ισως ο τίτλος αυτής της επιφυλλίδας να θεωρηθεί πως προσπαθεί να αναλύσει ένα γνωστό ψυχιατρικό σύνδρομο. Ας μου επιτραπεί απλώς να δανειστώ τους ψυχιατρικούς όρους και εκκινώντας από ένα θεατρικό – ουσιαστικά τραγικό – πρόσωπο να αναλύσω μια συνθήκη, μια κατάσταση που πολύ συχνά ακόμη και προσωπικά βιώνουμε ή έχουμε παρακολουθήσει να συμβαίνει στη ζωή.
Το σύνδρομο αυτό, δανειζόμενος τον όρο, όπως είπα, από την ψυχιατρική, έχει να κάνει με μια στιγμή, ένα επεισόδιο από την τραγωδία του Ευριπίδη «Ορέστης», που και τώρα που γράφω κάπου παίζεται από τον θίασο του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Θυμίζω τη συνθήκη: ο άρρωστος ψυχικά Ορέστης με σύνδρομο κατάθλιψης (πράγματα που γνώριζε ο Ευριπίδης από τη φιλική του σχέση με τον Ιπποκράτη) και η Ηλέκτρα, αδελφή – μητέρα που του παραστέκεται σε ένα είδος βυθιότητας στα στρωσίδια, δικάζονται από τη λαϊκή συνέλευση του Αργους για τη μητροκτονία. Η προσπάθειά τους να βασιστούν στη βοήθεια του αδελφού του πατέρα τους Μενέλαου και στον παππού τους, πατέρα της Κλυταιμνήστρας και της Ελένης, Τυνδάρεω δεν βρίσκει ανταπόκριση. Με συμπαραστάτη τον αδελφικό φίλο και μέλλοντα σύζυγο της Ηλέκτρας Πυλάδη σχεδιάζουν να δραπετεύσουν κρατώντας ως όμηρο την κόρη της Ελένης Ερμιόνη, αφού αιχμαλωτίσουν την υπεύθυνη για τα δεινά των Ελλήνων μοιραία σύζυγο του Μενέλαου και ερωμένη του Πάριδος.
Εισβάλλουν στο παλάτι, μακελεύουν τους υπηρέτες και τους φρουρούς, η Ελένη αναλαμβάνεται στους ουρανούς και αιχμαλωτίζουν τη μικρή Ερμιόνη με την απειλή πως θα τη σκοτώσουν, αν δεν του επιτραπεί να δραπετεύσουν και να σωθούν από τον δημόσιο λιθοβολισμό. Στο άκρως «ρομαντικό» αυτό έργο του Ευριπίδη (ο τραγικός είναι για την ιστορία του θεάτρου ο πρώτος «ρομαντικός» ποιητής του θεάτρου), τα καταιγιστικά γεγονότα, τα χειμαρρώδη, θυμίζουν ή, αν θέλετε, αναγγέλλουν τη σαιξπηρική δραματουργία και τους επιγόνους της Σίλλερ, Ουγκώ κ.τ.λ.
Στη συνταγή αυτής της δραματουργίας προβλέπεται και μια κωμική, σατιρική ή απλώς φαιδρότερη στιγμή ανάσας. Ο Ευριπίδης στον «Ορέστη» δίνει μια πλήρη και εξαίσια κωμικοτραγική νότα. Οταν οι τρεις νέοι, Ορέστης, Πυλάδης, Ηλέκτρα, κυριολεκτικά μπουκάρουν μέσα στα ιδιαίτερα καταλύματα της Ελένης, εκείνη περιβάλλεται από μια πληθώρα δούλων, μαγείρων, κομμωτών, καλλωπιστών που περιποιούνται την ωραιοπαθή φύση της. Οι τρεις νέοι σκοτώνουν όσους βρουν μπροστά στους, άλλους τους απειλούν και άλλους τους κυνηγούν στους διαδρόμους. Ενας ανατολίτης ευνούχος ξεφεύγει και βγαίνει στο ύπαιθρο, όπου τα πάντα παρακολουθεί ο Χορός. Είναι ντυμένος με την ανατολίτικη μόδα, θα έλεγα αναχρονίζοντας, του χαρεμιού. Με φουφούλες, γιλέκο, βαμμένος, με γυναικεία κόμη, μεγάλα βαμμένα νύχια με κινάμωμο και πασουμάκια στολισμένα με γυάλινες πέρλες.
Μέσα σ’ αυτό το μακελειό μια καρικατούρα, μια απροσδόκητη ανατροπή, ένα λέσιο, που έλεγε και η γιαγιά μου.
Αλλά ο τραγικός δεν είναι απλώς ένας εντυπωσιαστής, για να εκπλήξει τα πλήθη. Ο περιδεής, έντρομος ευνούχος βρίσκεται σε δεινή θέση, ψάχνει διέξοδο, προσπαθεί να ξεφύγει το σπαθί των τριών απελπισμένων νέων, μέσα από την κωμική του περσόνα ξεφυτρώνει ένας φοβισμένος, αθώος άνθρωπος, ένα ακούσιο θύμα. Τον κουβάλησε στην Ελλάδα μια μοιραία γυναίκα που γοητεύτηκε με τη χλιδή της Ανατολής αφήνοντας πίσω της μια Σπάρτη του μέλανα ζωμού και της λιτής γύμνιας. Κολυμπάει στα μετάξια, στα πασουμάκια, στα πατσουλιά, στις χάντρες και στα λιλιά. Φέρνει στην Ελλάδα και στο Αργος, όπου φιλοξενείται, ένα καραβάνι καλλωπιστών της ομορφιάς της. Αυτός ο Φρύγας που την υπηρετεί πιθανόν κάνοντάς της αέρα με φτερά παγονιού, με όλα τα καμώματα της θηλυκής του παρένδυσης, τώρα βρίσκεται σε δεινή θέση. Γίνεται ξαφνικά ένας Ανθρωπος χωρίς άλλες ιδιότητες, ενώπιον του θανάσιμου κινδύνου.
Μ’ αυτό το υπέροχο εύρημα ο Ευριπίδης πάει το θέατρο πολύ βαθιά, πιο βαθιά από τον Αισχύλο, εκεί στα σύνορα του τραγικού και του γελοίου που είναι δυστυχώς η πλέον συνήθης συνθήκη της καθημερινότητας κάθε εποχής και κάθε λαού, σ’ Ανατολή και Δύση.
Οι βυζαντινοί χρονογράφοι περιγράφουν, συχνά χαιρέκακα, τη διαπόμπευση των μοιχαλίδων. Οταν ο απατημένος σύζυγος εισέβαλλε και έπιανε επ’ αυτοφώρω τη σύζυγο με τον εραστή, την έγδυνε τσίτσιδη, τη φόρτωνε σε ένα μουλάρι με το πρόσωπο προς την ουρά και την περιέφερε στους δρόμους και στα καντούνια. Από εκεί η σημερινή έκφραση: «Ξέρουμε τις μπομπές σου». Οι νοικοκυρές στο πέρασμα της πομπής μουντζούρωναν την παλάμη τους στην κάπνα του καζανιού και όταν περνούσε η μοιχαλίδα με ανοιχτή καπνισμένη παλάμη τη «μούντζωναν». Από εκεί η αποστροφή μας για τη μούντζα!
Το θέαμα για το φιλοθέαμον κοινό ίσως διασκεδαστικό (κυρίως για τις κυρίες που μούντζωναν χαίροντας που αυτές δεν είχαν την ατυχία να συλληφθούν σε παράνομα κρεβάτια!), αλλά για το θύμα, τη μοιχαλίδα, η εμπειρία της διαπόμπευσης άφηνε τραγικά τραύματα διά βίου.
Το σύνδρομο του Φρύγα. Ισως αυτή τη σημασία έχει ο όρος ιλαροτραγωδία στη ζωή. Θυμάμαι στη μικρή επαρχιακή πόλη όπου ζούσα στην Κατοχή, οι Ιταλοί είχαν πληροφορίες πως τις νύχτες κατέβαιναν οι αντάρτες στα περίχωρα για τρόφιμα. Εφτασε ένα κομβόι και έβαλαν οι κατακτητές φωτιά σε μια ολόκληρη γειτονιά που, όπως φαίνεται, είχε υποδειχθεί από προδότες ντόπιους. Ηταν απόγευμα Σαββάτου και μέσα στις πυρκαγιές, τις καμπάνες να χτυπάνε και τις ιταλικές μοτοσικλέτες να μαρσάρουν, βγήκαν στο μεϊντάνι οι τρεις – τέσσερις ώριμες πόρνες της κωμόπολης, με τα νυχτικά, άλλες ημίγυμνες, με τα πασουμάκια του Φρύγα κι από κοντά γνωστοί νοικοκυραίοι μόνιμοι πελάτες με τα σώβρακα. Και το πορνείο να καίγεται γιατί η καταγγελία πιθανόν έλεγε πως εκεί κατέφευγαν για να κρυφτούν αντάρτες.
Αυτές οι θλιβερές γυναίκες είχαν «ξεπέσει» λόγω ηλικίας στη μικρή επαρχιακή πόλη για να μπορέσουν να εξασφαλίσουν τα γεράματά τους.
Τρίτο και τελευταίο επεισόδιο από τη ζωή. Παράνομο ερωτικό ζευγάρι κάποιας ηλικίας, πάντα σε επαρχιακή κωμόπολη, παραθαλάσσια, έχει καταφύγει σε έρημη παραλία με βράχια και κολυμπάει γυμνό. Ενας «γύφτος» που καιροφυλακτεί τους κλέβει τα ρούχα. Οι δύο γυμνοί, ώριμοι εραστές υποχρεώθηκαν να βγουν στη δημοσιά και να σταματήσουν γνωστό (όλοι γνωστοί στην κωμόπολη) αγρότη με το τρακτέρ να τους μεταφέρει σε κοντινή αγροικία, όπου με δανεικά ρούχα, αφού το «χαμπέρι» είχε πάρει τα τρίστρατα, να γυρίσουν περίγελο του κόσμου στα σπίτια τους.
Αθάνατε, Ευριπίδη. Αλλά πριν απ’ όλους αθάνατε, Ομηρε. Στην «Ιλιάδα» υπάρχει ένα πράγματι ιλαροτραγικό επεισόδιο στον Ολυμπο. Ως γνωστόν η Αφροδίτη ήταν παντρεμένη με τον χωλό Ηφαιστο (κάτι λέει η παράδοση για τα ειδικά προσόντα κάποιων αναπήρων). Εκείνη όμως μοιχεύεται με άλλον Αθάνατο. Ο Ηφαιστος ως μέγας τεχνίτης κατασκευάζει ένα αόρατο δίχτυ, το απλώνει στη συζυγική παστάδα και όταν το παράνομο ζευγάρι απογειώνεται ερωτικά, το δίχτυ λειτουργεί σαν απόχη και τους εγκλωβίζει. Ο Ηφαιστος καλεί όλον τον Ολυμπο και το θεϊκό ζευγάρι των μοιχών ακούει τα «ομηρικά» γέλια των θεών, ενώ προσπαθεί να καλύψει τη δεινή του αξιοθρήνητη κατάσταση.
Εκτοτε μέσα στα τραγικά συχνά αδιέξοδα καιροφυλακτεί το γελοίο, το φαιδρό. Και αντίστροφα: μια κωμική συνθήκη για τους θεατές ίσως είναι η τραγικότερη στιγμή για τους δράστες.
Σίγουρα η τέχνη αντιγράφει τη ζωή, αφού η ζωή προηγείται της τέχνης. Αλλά δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί πως συχνότατα η ζωή μιμείται την τέχνη, τουλάχιστον ως προς την τεχνική και τα ευρήματα.
Ο Φρύγας του Ευριπίδη για να σώσει το θλιβερό του κορμάκι εξευτελίζεται, παρακαλεί, φιλάει κατουρημένες ποδιές. Πόσοι συνάνθρωποι δεν τον μιμήθηκαν για να σώσουν το σαρκίο τους.
Το γελοίο συχνά είναι ο βαθύς φόρτος του τραγικού.