Το 1997, όταν κυκλοφόρησε «Η μαύρη βίβλος της αποικιοκρατίας», ο Γάλλος ιστορικός Μαρκ Φερρό που είχε επιμεληθεί την έκδοση πρότεινε να διαβαστεί μαζί με τη «Μαύρη βίβλο του κομμουνισμού». Tα δύο αυτά βιβλία, είπε, ήταν συμπληρωματικά. «Η μαύρη βίβλος του κομμουνισμού», που είχε κυκλοφορήσει λίγα χρόνια νωρίτερα, βρισκόταν στην κορυφή του index των απαγορευμένων βιβλίων της διεθνούς αριστεράς. Ο Μαρκ Φερρό γλίτωσε το λιντσάρισμα εξαιτίας της ηλικίας του -ήταν ήδη 80 ετών- και εξαιτίας του ότι έμενε σ’ ένα παρισινό προάστιο, μακριά από το αγριεμένο πλήθος. Αυτόν τον καιρό, το αγριεμένο πλήθος απειλεί να λιντσάρει τον Τιερρύ Βολτόν. Ο Βολτόν έγραψε μια ογκώδη ιστορία του κομμουνισμού, στον τρίτο τόμο της οποίας, με τίτλο «Οι συνένοχοι», αφηγείται το πώς οι διανοούμενοι στις μη κομμουνιστικές χώρες στήριξαν τον ολοκληρωτισμό, διευκόλυναν και δικαιολόγησαν τα εγκλήματά του και, σε πλείστες περιπτώσεις, επέμειναν ή επιμένουν ακόμα ότι τα γουρούνια έχουν φτερά. Ο πρώτος τόμος της ιστορίας του Βολτόν αφορούσε τις κομμουνιστικές ηγεσίες -από τον Στάλιν στον Μάο και στους Κόκκινους Χμερ- ενώ ο δεύτερος επικεντρωνόταν στα θύματά τους· στους εκτοπισμούς, στα καταναγκαστικά έργα, στα ψυχιατρεία, στις εκτελέσεις, στις εκκαθαρίσεις και τα τοιαύτα.
Ο Τιερρύ Βολτόν έχει γίνει ο σάκος του μποξ των γαλλικών ΜΜΕ: επαναλαμβάνονται σκηνές του παρελθόντος, αν και, απ’ όσο ξέρω, δεν έγινε καβγάς στην Εθνοσυνέλευση όπως είχε γίνει το 1997 με τη «Μαύρη Βίβλο». (Εκείνος ο καβγάς είχε εκφυλιστεί σε αριθμητικούς υπολογισμούς -πόσοι άνθρωποι εκτελέστηκαν; πόσοι βασανίστηκαν;- λες κι αν οι νεκροί είναι 2 εκατομμύρια και όχι 22, ο κομμουνισμός αθωώνεται). Οι Γάλλοι διανοούμενοι διχάζονται πάλι και το ερώτημα παραμένει το ίδιο: να έχει κανείς άδικο μαζί με τον Σαρτρ ή να έχει δίκιο μαζί με τον Ρεμόν Αρόν;
Η Γαλλία συνέβαλε στην εθελοτυφλία πολύ πιο αποφασιστικά απ’ ό,τι η Ιταλία όπου οι κομμουνιστές ήταν πολυπληθέστεροι. Οι Ιταλοί κομμουνιστές έκαναν ρήξεις εκεί που οι Γάλλοι επεδείκνυαν τον χαρακτηριστικό τους κομφορμισμό· τη δειλία απόρροια της οποίας ήταν το καθεστώς του Βισύ. Καθώς οι Γάλλοι διανοούμενοι σιώπησαν και ανέχτηκαν την Κατοχή, μετά την απελευθέρωση έπρεπε με κάποιο τρόπο να λυτρωθούν από αυτή τη λιγόψυχη στάση· έτσι, ανέβηκαν στο πρώτο τρένο που περνούσε γεμάτο νικητές: Στάλινγκραντ, Κόκκινος Στρατός, η ηρωική αύρα· ελάχιστοι ήθελαν και μπορούσαν να δουν τα εγκλήματα του σταλινισμού. Εξάλλου, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Ο Τιερρύ Βολτόν είναι ανελέητος και νομίζω ότι κάνει σωστά. Ας τελειώνουμε επιτέλους με τον Λουί Αραγκόν και τους ομοίους του· με την παρατεταγμένη σειρά των βραβευμένων με βραβεία Λένιν ακόμα και σε εποχές όπου το ίδιο του ΚΚΣΕ είχε αποκαλύψει μέσες-άκρες τι συνέβαινε στη Σοβιετική Ένωση και στις λεγόμενες άλλες σοσιαλιστικές χώρες: είτε οι βραβευμένοι Πάμπλο Νερούδα (1953), Μπέρτολτ Μπρεχτ (1954), Λουί Αραγκόν (1957), Κώστας Βάρναλης (1959) έκαναν διάκριση μεταξύ Λένιν και Στάλιν -μια τάση που σήμερα είναι στη μόδα- είτε όχι, στήριζαν το καθεστώς και επέρριπταν όλες του τις «ελλείψεις» στον καπιταλιστικό κλοιό. Οι συγγραφείς, οι ποιητές, οι καλλιτέχνες που συμπαρατάχθηκαν και προπαγάνδισαν τον κομμουνισμό -ο καθένας με τον τρόπο του και για τους δικούς τους λόγους- τοποθετούνται στο απυρόβλητο· αντιθέτως, ο Φερντινάν Σελίν μπορεί ελεύθερα να χαρακτηριστεί ως αυτό που ήταν: ένα κάθαρμα. Το να προπαγανδίζεις τον μαοϊσμό όπως ο Ρολάν Μπαρτ, ο Αλαίν Μπαντιού ή ο Ζαν Λυκ Γκοντάρ όταν ήταν νέος και πουλούσε πόζα είναι αποδεκτό· το να προπαγανδίζεις τον αντισημιτισμό είναι έγκλημα.
Η διαφορετική μεταχείριση προχωρεί ακόμα περισσότερο. Συγγραφείς σαν τον Σιοράν, μηδενιστές και αντικομμουνιστές, αντιμετωπίζονται με δυσπιστία· οι σταλινικοί συγχωρούνται ακόμα κι όταν το κοινό δεν συμφωνεί απολύτως μαζί τους. Η συγχώρεση των φασιστο-ναζιστών είναι αδύνατη· ηθικά απαράδεκτη. Πράγματι, το αρχικό όραμα του κάθε συστήματος παίζει κάποιο ρόλο: η ιδέα της αρίας φυλής ήταν εξαρχής ηλίθια και αφορούσε έναν παράδεισο για λίγους· η κομμουνιστική ιδέα αφορούσε ολόκληρη την ωραία ανθρωπότητα. Έτσι, ο Μπραζιγιάκ, ο Έζρα Πάουντ, ο Πιερ Ντριε Λα Ροσέλ, όσοι αισθάνονταν μέλη της δήθεν ανώτερης φυλής, βρέθηκαν στο στρατόπεδο των ηττημένων. Και μετά την απελευθέρωση, πολλοί από αυτούς έπεσαν με τη σειρά τους, θύματα αντιστασιακών συγγραφέων και καλλιτεχνών που οργάνωσαν με πρωτοβουλία των κομμουνιστών «επιτροπές εκκαθάρισης»: όποιος είχε κοιμηθεί με τον εχθρό έπρεπε να πεθάνει. Η εξίσωση αντιστασιακός=κομμουνιστής έγινε δόγμα. Γιατί οι κομμουνιστές ήταν αντιστασιακοί; Από πατριωτισμό φυσικά αλλά και επειδή έπαιρναν οδηγίες από τη Σοβιετική Ένωση· επειδή εκμεταλλεύονταν τον πόλεμο «μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων» για να προωθήσουν την υπόθεση της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Το ζήτημα που θέτει ο Τιερρύ Βολτόν -και που έχουν θέσει κι άλλοι ιστορικοί του κομμουνισμού (Πιερ Ριγκουλό, Ήλιος Γιαννακάκης, Μαρκ Φερρό)- είναι η εθελοτυφλία και η άρνηση των ανθρώπων να αναγνωρίσουν με εντιμότητα τα λάθη τους. Είναι αξιοσημείωτο το ότι η «Μαύρη βίβλος του κομμουνισμού» διαβάστηκε ευρέως στις πρώην κομμουνιστικές χώρες όπου κανείς δεν απείλησε κανέναν ότι θα τον χαστουκίσει. Όπως συνήθως, στη Δυτική Ευρώπη, η πολιτική θέση των διανοουμένων παίρνει μορφή επιμελημένης δημόσιας εικόνας· είτε πρόκλησης, είτε κολακείας των μαζών – είτε και τα δύο μαζί. Η δε τυφλότητα, την οποία σχολιάζει ο Μαρκ Φερρό σε ένα πρόσφατο βιβλίο του, εκδηλώνεται στο ιστορικό συνεχές: την τυφλότητα έναντι του κομμουνισμού διαδέχτηκε η τυφλότητα έναντι του Ισλάμ, ενώ συνεχίζεται η τυφλότητα έναντι των επιλεγόμενων εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων και καθεστώτων τύπου Τσάβες και Μαδούρο. Και πάλι, ο φαύλος χαρακτήρας των ιδεολογιών δεν μετράται με αριθμούς θυμάτων· μετράται με ένα σύνολο ηθικών κανόνων τους οποίους πολλοί σκεπτόμενοι άνθρωποι παραβιάζουν και γίνονται ένοχοι.
Δεν ξέρω αν το βιβλίο του Βολτόν θα μεταφραστεί – αλλά, αν δεν μεταφραστεί, θα μπορούμε πάντα να το αποδώσουμε στις 1.500 σελίδες του.