Με αφορμή την «έξοδο», αναπαράγονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δηλώσεις και περιγραφές της οικονομικής κατάστασης από πολλές φάσεις της πρόσφατης Ιστορίας μας. «Παρελαύνουν», στο you tube, υπουργικές και πρωθυπουργικές ρήσεις από όλες τις κυβερνήσεις, μετά το 2000.
Οι περισσότεροι ενοχοποιούσαν τα στατιστικά στοιχεία των προηγούμενων, μιλούσαν για υπεροχή της χώρας μας σε σχέση με κάποιον μέσο όρο, αοριστολογούσαν για κάποια «ανάπτυξη», επικαλούνταν ένα νεφελώδες σχέδιο. Βασικό χαρακτηριστικό της εκάστοτε αντιπολίτευσης ήταν η καταστροφολογία και (οι αχρείαστες) «θυσίες του κόσμου», πάντοτε εξαιτίας της (εκάστοτε) κυβέρνησης.
Τίποτα φυσικά, απ’ τα λεγόμενα, δεν διείσδυε στον αυτοσχέδιο και κομπραδόρικο χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας. Στη ρουσφετολογική φύση της, στην απίστευτη σχεδιαστική ρηχότητα που πηγάζει απ’ τη θνησιγενή παραγωγή και την αβαθή επιχειρηματικότητα. Οι υπουργοί Οικονομικών, διιστορικά, κάθονταν (και συνεχίζουν) σε μια νάρκη που δεν απειλεί την ουσία της οικονομίας, αλλά αποτελεί τη φύση της. Νάρκη που δεν σχετίζεται μόνο με τα Μνημόνια, αλλά με ένα εσωτερικό είδος, δομικού Μνημονίου, «νοοτροπιακού», μια εδραία κουλτούρα στιγμιαίας ιδέας, στιγμιαίας εκμετάλλευσης, της στιγμιαία ευνοϊκής συγκυρίας. Μετά, έχει ο Θεός.
Αυτό το πειρατικό, ναρκοθετημένο είδος οικονομίας παρήγγειλε και το είδος πολιτικού λόγου (λόγου κολακείας και λαϊκισμού) και το είδος δημοσίων έργων (είτε ελαττωματικών είτε πανάκριβων) και το είδος λαϊκής παιδείας και το είδος διοίκησης και αναπαραγωγής των πιο δυναστικών και συντεχνιακών νοοτροπιών.
Πολλοί υπουργοί Οικονομίας υπήρξαν απλοί «εκφωνητές» του φαινομένου. Πολιτική καντίνας: στήνεται όπου έχει κόσμο και μπορεί να πουλήσει σάντουιτς. Ο ιστορικός τόπος μας είναι νομαδικά ακίνητος.
Ο Μοσκοβισί, συχνά ο Γιούνκερ, πολλοί διανοούμενοι, οικονομολόγοι, αναφέρονται στην έκλειψη της δημοκρατίας, στη δημοκρατία των «αποφάσεων πίσω από κλειστές πόρτες», στη «λογιστικοποίηση» της πολιτικής. Το κοινοβουλευτικό τυπικό απομακρύνεται σε μια ζώνη απραξίας. Πανευρωπαϊκά, δεν κτίζονται πολιτικές πρωτότυπες και εύστοχες που να αντιστοιχούν σε δυσεπίλυτα και πρωτοφανή προβλήματα. Επιλέγεται μια τεχνική υπεκφυγών, αναλυτικής αδυναμίας, επιχειρησιακής αφλογιστίας. Προσφυγικό, ζητήματα πολιτιστικής κρίσης, ένταξης και μορφωτικής αφομοίωσης ευρύτατων μαζών, κοινωνικό μίσος, προβλήματα που η μεταπολεμική Ευρώπη, οι ΗΠΑ κ.λπ. είχαν σε μεγάλο βαθμό επιλύσει με την εκπαιδευτική διασπορά, την εκβιομηχάνιση και τον οικονομικό εκδημοκρατισμό, αυτά τα προβλήματα σήμερα παρουσιάζουν νέες ποιότητες, νέα χαρακτηριστικά και οι «μεγάλες» πολιτικές αποφάσεις, απλώς τα λείχουν. Το ζήτημα που συναντάει κανείς στον πολιτιστικό ριζοσπαστισμό, ο οποίος αναβιώνει σε παιδιά τρίτης γενιάς, στη Γαλλία π.χ. το ζήτημα δημοκρατικών αξιακών παραδοχών που δίνει άλλο βάθος στον απλό συμβιωτισμό, που συνδέει οραματικά, πρακτικά και παραγωγικά ανθρώπους με διαφορετικές και ποικίλες πολιτισμικές εκκινήσεις, τέτοιου είδους (άλυτα) προβλήματα, λοιπόν, σκάνε, διασπούν, ρηγματώνουν τις κοινωνικές συνέχειες.
Αυτό που διακρίνεις στον μεταχρονολογημένο λόγο πολλών υπουργικών στελεχών τόσων και τόσων κυβερνήσεων είναι η ηχώ μιας διαφεύγουσας πραγματικότητας, η έκπτωση της οικονομικής ανάλυσης, σε φορμαλισμό. Υπ’ αυτούς τους όρους πρέπει να δει κανείς την ιστορική στιγμή του «τέλους των προγραμμάτων» και να μη μεμψιμοιρεί, γκρινιάρης, ακίνητος και νωθρός.
Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Σάμου και πρόεδρος της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής