Ομολογώ ότι ποτέ δεν διανοήθηκα να ρωτήσω τους φίλους μου αν είναι «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» ή «φιλο-ΣΥΡΙΖΑ». Γενικώς κανέναν μας δεν απασχολούσε το θέμα έως ότου ξεπήδησε καλοκαιριάτικα μια ουρανοκατέβατη απορία.
Τη χώρα, λέει, πλήττει ένας «τυφλός αντι-ΣΥΡΙΖΑ φανατισμός». Γιάννη μου, το μαντίλι σου…
Φαίνεται ότι μια εκλεκτή παρέα εντίμων ανθρώπων κοιμήθηκαν το 2010 και ξύπνησαν το 2018 φρικαρισμένοι: «Πω, πω! Τι συνέβη, ρε παιδιά; Τι έγινε ξαφνικά κι όλοι την πέφτουν στον ΣΥΡΙΖΑ;».
Βεβαίως, όπως κι η Ωραία Κοιμωμένη, ξύπνησαν αφού τους φίλησε ο Πρίγκιπας.
Διότι οι έντιμοι αυτοί άνθρωποι έχουν ένα κοινό. Με κάποιον τρόπο, για κάποιον λόγο, κάποια στιγμή (ίσως και περισσότερο από μια στιγμή…) ποντάρισαν στον ΣΥΡΙΖΑ.
Αλλοι από ιδιοτέλεια, άλλοι από αφέλεια. Αλλοι ψάχνοντας ακροατήριο. Αλλοι διψώντας για αποδοχή, άλλοι για κανένα φράγκο. Οι περισσότεροι όμως προσπαθώντας να φιγουράρουν στη φωτογραφία (και) της «νέας εποχής» που κατά την πρόχειρη πρόγνωσή τους ενσάρκωναν ο ΣΥΡΙΖΑ κι ο Τσίπρας.
Τώρα; Τώρα διαψεύστηκαν σε όλα.
Υποχρεωμένοι όμως να διαχειριστούν μια οδυνηρή διάψευση πασχίζουν να μας βάλουν όλους στο παιχνίδι ζητώντας προστασία κι ελαφρυντικά.
Κατανοητή η προσπάθεια. Μάταιος ο κόπος.
Ο οποίος, είναι αλήθεια, ξεδιπλώθηκε σε τέσσερις φάσεις.
Φάση πρώτη. «Οι κακοί παλιοί» χρεοκόπησαν τη χώρα. Βεβαίως για να χρεοκοπήσει μια χώρα πρέπει πρώτα να πλουτίσει. Αν κάποιοι λοιπόν τη χρεοκόπησαν, μάλλον πρέπει να είναι οι ίδιοι που προηγουμένως την πλούτισαν.
Το σημειώνω για την πληρότητα του κατηγορητηρίου.
Φάση δεύτερη. «Οι καλοί νέοι» θα μας σώσουν. Αφθαρτοι, ανέγγιχτοι, αδιάφθοροι. Φρέσκοι και καινούργιοι ταυτοχρόνως. Το «καθαρό βλέμμα» του Τσίπρα διαφήμιζε ο Λαζόπουλος.
Μετά βγήκε το περιτύλιγμα και μας πήρε η μυρωδιά.
Φάση τρίτη. Εντάξει, δεν είναι και τόσο εμφανίσιμοι αλλά «ήλθαν για να μείνουν». Οι παλιοί άλλωστε δεν ήταν καλύτεροι. Κι ο ΣΥΡΙΖΑ αλλάζει, θα αλλάξει, είναι υποχρεωμένος να αλλάξει.
Με τον χρόνο, πάει κι αυτό το παραμύθι. Δυστυχώς ή ευτυχώς, οι παλιοί αποδεικνύονται καταφανώς καλύτεροι κι οι καινούργιοι τενεκέδες ξεγάνωτοι.
«Μια ερασιτεχνική ομάδα πρώην κομμουνιστών και θεωρητικών καθηγητών» τούς χαρακτήρισε προ ημερών ο «Economist».
Φάση τέταρτη. Αντιμέτωπος με τη γενική απαξία, ο ΣΥΡΙΖΑ κινδυνεύει με κατάρρευση. Δεν είναι καθόλου βέβαιο πλέον ότι «ήλθε για να μείνει».
Αλλά ο καλός ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται. Ερχεται το Πρώτων Βοηθειών.
«Πολιτική δεν σημαίνει συντριβή του αντιπάλου. Χρειάζεται διάλογος, κριτική σκέψη, κατανόηση. Για το ζόρι που τραβάει δεν φταίει μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά κι ο φανατισμός των αντιΣΥΡΙΖΑ φίλων μας!». Ενας «τυφλός φανατισμός» με «στοιχεία κανιβαλισμού» που πλακώνει στις μάπες όποια παπάρα μοιάζει με σωσίβιο στον Τσίπρα.
Εδώ βρισκόμαστε τώρα. «Είναι πεσμένοι, μην τους βαράτε!» διότι θα χρειαστούμε έναν «στιβαρό αρχηγό της αντιπολίτευσης» – υποθέτω για να σώσει το ποντάρισμα και να πέσουν στα μαλακά οι έντιμοι τζογαδόροι.
Φυσικά τα πράγματα δεν θα είναι τόσο απλά για τους κήρυκες του «περασμένα, ξεχασμένα». Σέβομαι την αποδεδειγμένη ικανότητά τους να φύονται σε όλες τις εποχές αλλά η επόμενη εποχή μάλλον θα τους δυσκολέψει. Οι ανοιχτοί λογαριασμοί είναι πολλοί και φορτισμένοι.
Μιλάμε όμως για κανονικά πράγματα. Σε δημοκρατία ζούμε, τα κόμματα όπως έρχονται φεύγουν και δεν βλέπω κανέναν φανατισμό στον ορίζοντα. Ούτε καν έκπληξη. Στην πολιτική ό,τι έσπειρες θερίζεις.
Στην πραγματικότητα δηλαδή δεν παίζουμε παρά το δεύτερο μέρος στο ματς «Τους τελειώνουμε ή Μας τελειώνουν», του οποίου ο Τσίπρας έδωσε προσωπικά και ρητά το εναρκτήριο λάκτισμα (12/9/15). Μόνο που εν τω μεταξύ άλλαξε το σκορ κι έγειρε το γήπεδο.
Ούτως ή άλλως, «κανένα ματσάκι δεν τελειώνει στο ημίχρονο» θα προειδοποιούσε τους εντιμότατους φίλους μας κάποιος που ασχολείται περισσότερο με μπάλα και λιγότερο με ψυχανάλυση.
Ευτυχώς όμως οι δικοί μου φίλοι δεν έχουν τέτοιες σκοτούρες – κάτι θα είχε πιάσει το αυτί μου… Δεν δουλεύουν σε γραφεία υπουργών, δεν κυνηγούν επιτροπές, ούτε προγράμματα κι επιδοτήσεις. Δεν προσδιορίζονται με ή από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Εχουν ασφαλώς τα καλά και τα στραβά τους, όπως όλοι. Δεν συμφωνούμε καν μεταξύ μας. Οι περισσότεροι είναι στην Κεντροαριστερά, πολλοί στην Κεντροδεξιά, γενικά ανήκουν στον ευρύτερο χώρο του Κέντρου.
Εχουν τις αντιφάσεις και τις αμφιβολίες τους. Ξέρουν όμως να προτάσσουν τα ουσιώδη για να παρακάμπτουν τα δευτερεύοντα.
Απλοί άνθρωποι, απλές λογικές.
Και γι’ αυτό τρεις σκασίλες έχουν για το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ, αν ο Τσίπρας θα είναι «στιβαρός αρχηγός της αντιπολίτευσης», αν η ΝΔ έχει «ακροδεξιές αναφορές», αν μας απειλεί «η ηγεμονία των ιδεών της Δεξιάς» ή αν κανιβαλίζονται οι φίλοι των κανίβαλων.
Η προσέγγισή τους δεν είναι «αποϊδεολογικοποιημένη» ούτε «ψυχο-μπουρδολογική», αλλά βαθύτατα ιδεολογική. Στο μυαλό τους προέχει ένα και μόνο πράγμα: η ανόρθωση της χώρας.
Πολιτική, οικονομική, πολιτισμική, μορφωτική ανόρθωση.
Κι έχουν σχηματίσει την απόλυτη πεποίθηση ότι ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ αυτήν την ανόρθωση αδυνατούν να υπηρετήσουν. Οχι επειδή είναι καλοί ή κακοί, δεξιοί ή αριστεροί, προοδευτικοί ή τυχοδιώκτες.
Αλλά επειδή δεν τους νοιάζει. Δεν τους αφορά. Δεν το ξέρουν. Δημιουργήματα μιας διχαστικής κοσμοθεωρίας και μιας εχθροπαθούς λογικής, δεν διαθέτουν έμφυτη αίσθηση του γενικού καλού ούτε εθνική αντίληψη των πραγμάτων.
Ανήκουν σε άλλον κόσμο κι άλλον πολιτισμό. Σε έναν πολιτισμό όμως τον οποίο οι δικοί μου φίλοι όχι μόνο δεν συμμερίζονται, αλλά μάλλον σιχαίνονται.
Απεχθάνονται δηλαδή το μείγμα θράσους, απάτης, κυνισμού και αμάθειας, την κοινωνική μνησικακία και τη συμπλεγματική επιθετικότητα, που εφερε στην επιφάνεια η κρίση και ίππευσαν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ για να φτάσουν στην εξουσία. Τον «διαρκή εκτσογλανισμό».
Οι φίλοι μου λοιπόν αντιλαμβάνονται ότι αποτελεί εθνικό ζητούμενο αυτό το έκτρωμα να απαξιωθεί, να ηττηθεί οικτρά κι ολοσχερώς. Οχι από φανατισμό, αλλά επειδή μόνο έτσι θα δρομολογηθεί η ανόρθωση της χώρας. Αυτή είναι γι’ αυτούς η ουσία.
Νομίζω παρεμπτιπτόντως ότι το θεμελιώδες σφάλμα όσων αναμασούν τα παραμύθια για «αντιΣΥΡΙΖΑ φανατισμό» είναι (πέρα από τα αμφιλεγόμενα κίνητρά τους) πως στο όνομα μιας επιθυμητής κανονικότητας προσεγγίζουν ένα μη κανονικό φαινόμενο με δανεικούς κανονικούς όρους.
Και γι’ αυτό καταλήγουν να τρακάρουν συνεχώς στην πραγματικότητα.
Τούτων δοθέντων οφείλω να ομολογήσω φυσικά ότι δεν ξέρω τι θα ψηφίσουν οι φίλοι μου. Υποθέτω άλλοι Κεντροδεξιά, άλλοι Κεντροαριστερά, κατά τις προτιμήσεις ενός εκάστου.
Ξέρω όμως ποιους και τι θα μαυρίσουν. Χωρίς φανατισμό. Με αυστηρή αποφασιστικότητα.
Οχι επειδή είναι «αντι-κάτι» ή «φιλο-κάτι». Αλλά επειδή στο μυαλό τους προέχει το καλό του τόπου, η έγνοια για την πατρίδα, η αγωνία για το μέλλον των παιδιών τους.
Και γι’ αυτό άλλωστε είναι φίλοι μου.