Η Ευρώπη και η χώρα μας έχουν ζήσει πολλά ταραχώδη καλοκαίρια τα τελευταία χρόνια – μπορεί πρόχειρα να θυμηθεί κανείς τη δήλωση του Μάριο Ντράγκι, τον Ιούλιο του 2012, πως «θα κάνει ό,τι χρειαστεί» για τη σωτηρία του ευρώ και βεβαίως το δραματικό καλοκαίρι του 2015 που ολοκληρώθηκε με την υπογραφή του τρίτου Μνημονίου από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ.
Το φετινό καλοκαίρι συνέπεσε με την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος. Αυτή τη φορά όμως είναι οι επόμενες τρεις εποχές που μπορεί να αποδειχθούν εξαιρετικά ταραχώδεις. Η Ιταλία μοιάζει πλέον με μια ωρολογιακή βόμβα που μπορεί να εκραγεί ανά πάσα στιγμή. Μπαίνουμε επομένως στο φθινόπωρο με το ενδεχόμενο της ιταλικής έκρηξης να είναι ορατό, αλλά και τη γνώση ότι ώς το τέλος του 2019 στην Ευρώπη πολλά θα έχουν αλλάξει: στο τιμόνι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δεν θα κάθεται πια ο Μάριο Ντράγκι, στην Κομισιόν ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ θα έχει παραχωρήσει τη θέση του στον διάδοχό του, ενώ στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που θα προκύψει από τις ευρωεκλογές του Μαΐου του 2019 είναι πολύ πιθανό οι αντιευρωπαϊκές και ξενοφοβικές δυνάμεις να έχουν αυξήσει θεαματικά τις δυνάμεις τους.
Εύκολα αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς ότι το τελευταίο που πρέπει να κάνει η κυβέρνηση είναι να κλειστεί στον μικρόκοσμό της – στον μικρόκοσμο των ανασχηματισμών, των εξαγγελιών της ΔΕΘ, της στείρας αντιπαράθεσης και, ακόμη χειρότερα, της ακραίας πόλωσης. Το κόστος μιας τέτοιας επιλογής θα είναι τεράστιο. Κόστος που δυστυχώς δεν θα κληθούν να πληρώσουν οι ανεύθυνοι του πολιτικού συστήματος, αλλά πάλι οι έλληνες πολίτες.