Ανοιξα να ξαναδιαβάσω την Οδύσσεια με αφορμή όχι το πρωθυπουργικό διάγγελμα μα το σπουδαίο βιβλίο του ελληνιστή Ντάνιελ Μέντελσον «Ενας Πατέρας, Ενας Γιος, Ενα Επος», την άνοιξα κι έπεσα πάνω στην Ελένη. Κι έγινα έξαλλος όπως κάθε φορά.
Τι συμβαίνει; Στις ραψωδίες γ και δ, πριν καν εμφανιστεί ο Οδυσσέας επί σκηνής, ο Τηλέμαχος – παρακινούμενος από τη θεά Αθηνά – σαλπάρει απ’ την Ιθάκη και επισκέπτεται τα παλάτια των συμπολεμιστών του πατέρα του μήπως και κάτι πληροφορηθεί σχετικά με την τύχη του. Δένει πρώτα στην Πύλο και υποβάλλει τα σέβη του στον σοφό Νέστορα. Τον υποδέχεται εκείνος έμπλεος συγκίνησης, τα νιάτα και την ομορφιά του καμαρώνει μα – φευ! – δεν έχει κάτι να του πει για τον κύρη του. Στερνή φορά τον είδε όταν απέπλευσαν θριαμβευτές απ’ το πυρπολημένο Ιλιον. Συνεχίζει ο Τηλέμαχος για τη Σπάρτη. Εκεί, στο βασίλειο του Μενέλαου, το καλωσόρισμα είναι ακόμα πιο θερμό. Συμπόσιο ετοιμάζεται, τραπέζι λαμπρό στρώνεται, στην κεφαλή του κάθονται οι οικοδεσπότες κι απέναντί τους ο γιος του αγνοούμενου ήρωα.
Η Ελένη – μεστωμένη από τα χρόνια (έχει περάσει μια εικοσαετία αφότου κλέφτηκε με τον Πάρη), ακόμα ωστόσο ωραία και μεγαλοπρεπής – ρίχνει στο κρασί ένα παυσίλυπο, ένα ψυχοτρόπο βοτάνι, ώστε οι συνδαιτυμόνες να μη σπαράξουν με τα όσα θλιβερά θα διαμειφθούν.
Παίρνει έπειτα τον λόγο. Και τι λέει; Ανατρέχει στην εποχή που βρισκόταν στην Τροία, που κοιμόταν στα αφράτα παπλώματα αγκαλιά με τον πρίγκιπα, ενώ στα τείχη έπεφταν νυχθημερόν κορμιά για το χατίρι της. Μεταμφιεσμένος ο Οδυσσέας σε ζητιάνο κατάφερε ένα πρωί να εισχωρήσει στην πόλη προκειμένου να κατασκοπεύσει. Οι Τρώες δεν τον κατάλαβαν. Μονάχα εκείνη τον αναγνώρισε. Και χάρηκε – πώς χάρηκε! – που έπιασε το τέχνασμα του πολυμήχανου Ιθακήσιου, καθότι είχε αλλάξει πλέον γνώμη, υποστήριζε κρυφά τους Ελληνες. Λαχταρούσε να γυρίσει στην πατρίδα της κι αναθεμάτιζε την Αφροδίτη που την είχε τυφλώσει και την είχε πάρει μακριά από τη θυγατέρα της κι απ’ τον αγαπητό της σύζυγο, λεβέντη άντρα, καραμπουζουκλή, όλων ανώτερο…
Είχε μεταστραφεί όντως η Ελένη προτού κριθεί ο πόλεμος; Ο Μενέλαος ξεροβήχει και υπενθυμίζει τα χαΐρια της. Οτι μέχρι την τελευταία νύχτα προ της άλωσης, όταν ο Δούρειος Ιππος βρισκόταν ήδη μες στα τείχη, έκοβε εκείνη βόλτες γύρω του και – ψυλλιασμένη – απευθυνόταν στους Αχαιούς που κρύβονταν μες στο ξύλινο άλογο μιμούμενη τις φωνές των γυναικών τους. «Εβγα καλέ μου να σε αγκαλιάσω… Το κοριτσάκι σου είμαι, το απότιστο…» νιαούριζε πότε στον έναν, πότε στον άλλον. Για να τσιμπήσουν εκείνοι, να ξεπροβάλουν πριν να δοθεί το σύνθημα της γενικής εφόδου και οι Τρώες να τους σφάξουν έναν έναν. Τέτοια φιλοπατρία έδειξε η Ελένη. Τόσο είχε μετανιώσει για τα βάσανα που προκάλεσε και στις δυο όχθες του Αιγαίου.
Η Ελένη τέτοια είναι. Αλλού έγκειται το ερώτημα. Γιατί ο Μενέλαος – που έχει καψαλιστεί από το ταμπεραμέντο της, που έχει γίνει ρεντίκολο στους Ελληνες, ο εθνικός κερατάς, «με παράτησε η γυναίκα μου! πρέπει να εκστρατεύσουμε!» – εξακολουθεί να την ανέχεται; Δεν αμφιβάλλει πως αν της δινόταν ευκαιρία και πάλι θα τον εγκατέλειπε για κανένα άλλο ομορφόπαιδο. Τη δεύτερη βεβαίως φορά, οι Αχαιοί δεν θα αρμάτωναν στόλο παρά θα κάγχαζαν στα μούτρα του. «Κλάψ’ τηνα τη σκορδόπιστη! Εμείς έχουμε κι άλλες δουλειές!». Γιατί την ανέχεται;
Η μια εξήγηση είναι πως παραμένει ερωτευμένος. Καψούρης μέχρι τάφου. Ιδανικός κι ανάξιος εραστής, από εκείνους που όσο τους φτύνεις, τόσο κολλάνε.
Η άλλη – και πιο ενδιαφέρουσα – είναι πως τον δεσμεύει η ίδια του η συμπεριφορά. Απ’ τη στιγμή που ο ίδιος κίνησε γη και ουρανό, που χρεώθηκε κοτζάμ πόλεμο για τα μάτια της, τι θα ‘κανε όταν τού την έδωσαν πίσω; Θα έλεγε «δεν τη θέλω πλέον, με απογοήτευσε η διαγωγή της»; Θα πρόσβαλλε έτσι όχι την Ελένη μα τα χιλιάδες παλικάρια που σκοτώθηκαν για χάρη της. Για χάρη του. Για έναν γάμο, ο οποίος είχε ανίατα σακατευτεί στη Μάνη, στον κόλπο της Σελινίτσας – ή στον κόλπο της Ελενίτσας – όταν την έσφιξε στην αγκαλιά του ο Πάρης.
Μετά την Τρωική Εκστρατεία, η αξία της Ωραίας Ελένης δεν μετριέται με τους έρωτες αλλά με τους θανάτους που προκάλεσε. Το ξέρει εκείνη άριστα. Είναι το ύστατο και ακαταμάχητο κόλπο της.
Κάνει συνεπώς ο βασιλιάς της Σπάρτης το κορόιδο. Υπομένει την Ελένη στο πλευρό του να παριστάνει – ίσα για τα προσχήματα – τη μετανιωμένη. Φλεγματικά αντικρούει τους αστείους ισχυρισμούς της ότι επρόκειτο για μια επιπολαιότητα, πως έτρεφε η καημένη αυταπάτες… Την αγκαλιάζει έπειτα στοργικά και όλα μέλι-γάλα.
Τι θλιβερή η μοίρα του Μενέλαου! Και πόσο όμοια με εκείνων των ανθρώπων που αντί να αποκηρύξουν τα λάθη τους, αντί να διδαχθούν και να αλλάξουν ρότα, τα εξιδανικεύουν, τα ονομάζουν πεπρωμένο και πορεύονται όπως όπως μαζί τους. Είτε σύζυγοι είναι. Είτε ψηφοφόροι.