Η τέχνη συχνά ενοχλεί. Κυρίως την εξουσία, το συντηρητικό κατεστημένο, το γενικευμένο γούστο αισθητικής. Εσχάτως ενοχλεί και τους αλγόριθμους των social media. Η τεχνητή νοημοσύνη των υπολογιστών ελέγχει και λογοκρίνει έργα των Καραβάτζιο, Ρούμπενς, Πικάσο, ενώ οι λογαριασμοί φιλότεχνων χρηστών στο Facebook και στο Instagram μπλοκάρονται επειδή ανεβάζουν «άσεμνο υλικό». Ομως αυτή η νέα μορφή λογοκρισίας δεν είναι η μόνη. Η γενικευμένη ευερεθιστότητα που χαρακτηρίζει πλέον τους υποστηρικτές του #MeToo κινήματος στρέφεται κατά της τέχνης. Η αμερικανική πολιτική ορθότητα των ημερών απορρίπτει τη ζωγραφική του Μπαλτίς ή τα σύγχρονα βίντεο καλλιτεχνών από την Κίνα, ενώ η ακροδεξιά πολιτική σκηνή της Ιταλίας ενοχλείται από τη Μαρίνα Αμπράμοβιτς και τη στάση υπέρ των προσφύγων. Ταυτόχρονα τα στοιχεία μιας ανεξάρτητης ερευνητικής ομάδας από τη Σουηδία, που περιέχονται στην έκθεση MUSE2018, χαρτογραφούν τα φαινόμενα της λογοκριμένης δημιουργίας σε όλον τον κόσμο. Με τα πιο σοβαρά περιστατικά που φτάνουν σε συλλήψεις και ποινές φυλάκισης να αφορούν χώρες με δημοκρατικό έλλειμμα στη διακυβέρνησή τους.

Πρόσφατα, το Μουσείο Καλών Τεχνών του Μόντρεαλ για να διαφημίσει στα κοινωνικά μέσα τη μεγάλη καλοκαιρινή έκθεσή του χρησιμοποίησε τον πίνακα του Πικάσο «Γυναίκες στην τουαλέτα». Δεν κατάφερε, όμως, να περάσει τον «έλεγχο» του Facebook. Το ίδιο συνέβη και στον μπαρόκ πίνακα του Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς «Η Αποκαθήλωση» όπου ο Ιησούς απεικονίζεται ημίγυμνος με ένα σεντόνι. Το γραφείο του Φλαμανδικού Τουρισμού πάντως ανταπάντησε τον περασμένο Ιούνιο στον διαδικτυακό λογοκριτή μέσω YouTube. Το σατιρικό βίντεο αποκαλύπτει τον παραλογισμό αυτής της συνθήκης.

Στα τέλη Δεκεμβρίου 2017 το Facebook λογόκρινε τον λογαριασμό του Μουσείου Ιστορίας της Τέχνης της Βιέννης εξαιτίας μιας εικόνας της Αφροδίτης του Βίλεντορφ, μια από τις παλαιότερες απεικονίσεις γυμνής γυναικείας μορφής. Το μικροσκοπικό γλυπτό από ασβεστόλιθο χρονολογείται από την παλαιολιθική εποχή και αποτελεί το εμβληματικό έκθεμα στο μουσείο της Βιέννης από την ανακάλυψή του το 1908 στην πόλη. Το μουσείο αντέδρασε με επίσημη δήλωση κατά των αλγοριθμικών κριτηρίων του Facebook, αναφέροντας ότι «ειδικά ένα εμβληματικό αρχαιολογικό αντικείμενο δεν πρέπει να απορρίπτεται λόγω “γυμνότητας”, όπως δεν θα έπρεπε να συμβαίνει για κανένα έργο τέχνης».

Το Facebook ήδη έχει γράψει τη δική του ιστορία εικαστικής λογοκρισίας σε λογαριασμούς των χρηστών του. Ανάμεσα στα απορριπτέα έργα συγκαταλέγονται «Η καταγωγή του κόσμου» (1866) του Γκουστάβ Κουρμπέ, ο Ερως του Καραβάτζιο «Amor Vincit Omnia» (1601), το άγαλμα της «Μικρής Γοργόνας» (1913) του Εντβαρντ Ερικσεν που βρίσκεται στο λιμάνι της Κοπεγχάγης, ο πίνακας του Γκέρχαρντ Ρίχτερ «Εμα» (1966).

Η πλατφόρμα του Facebook τον περασμένο Μάρτιο ανακοίνωσε την πολιτική της σχετικά με τη λογοκρισία σε έργα τέχνης: «Επιτρέπουμε φωτογραφίες ζωγραφικής, γλυπτικής και άλλων τεχνών που απεικονίζουν γυμνές μορφές. Οι περιορισμοί στην προβολή της σεξουαλικής δραστηριότητας ισχύουν και για το περιεχόμενο που έχει δημιουργηθεί με ψηφιακό τρόπο, εκτός εάν το περιεχόμενο έχει αναρτηθεί για εκπαιδευτικούς, χιουμοριστικούς ή σατιρικούς σκοπούς. Απαγορεύονται ρητές εικόνες σεξουαλικής επαφής. Οι περιγραφές των σεξουαλικών πράξεων που εμφανίζονται σε ζωντανές λεπτομέρειες μπορούν επίσης να καταργηθούν». Εξαιτίας αυτής της παραμέτρου οι εγκαταστάσεις γυμνών σωμάτων που συνθέτει ο καλλιτέχνης φωτογράφος Σπένσερ Τιούνικ παρουσιάζονται αλλοιωμένες στο Instagram καθώς τα πίξελ θολώνουν το τοπίο των γεννητικών οργάνων.

Ο ψηφιακός χώρος χρειάζεται κανόνες. Μεγάλο μέρος της διαδικασίας αναθεώρησης του περιεχομένου του Facebook πραγματοποιείται με αλγόριθμους. Ομως η Τεχνητή Νοημοσύνη που χρησιμοποιεί ο διαδικτυακός γίγαντας δεν έχει την ικανότητα της απόχρωσης του βλέμματος. Το ΑΙ δεν μπορεί να καταλάβει τη διαφορά του πορνογραφικού και του καλλιτεχνικού γυμνού. Μήπως όμως και τα ανθρώπινα μάτια αδυνατούν να αισθανθούν αυτές τις διακυμάνσεις;

ΣΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ. Το βίντεο των καλλιτεχνών Σουν Γουάν και Πενγκ Γου με τίτλο «Σκυλιά που δεν μπορούν να αγγίξουν το ένα το άλλο» κατέβηκε πέρυσι από την έκθεση του Μουσείου Γκουγκενχάιμ «Τέχνη και Κίνα μετά το 1989: Θέατρο του Κόσμου». Το έργο συνάντησε την αποδοκιμασία και την απογοήτευση ορισμένων από τους κριτικούς τέχνης αλλά και από τους λάτρεις των ζώων και τις οργανώσεις κοινωνικής πρόνοιας. Οι επικριτές ισχυρίστηκαν ότι η έκθεση θα περιελάμβανε μια σειρά από περιπτώσεις απαράδεκτης σκληρότητας στα ζώα στο όνομα της τέχνης.

Το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, που εκθέτει το έργο του Μπαλτίς «Η Τερέζα ονειρεύεται», αντιμετώπισε πρόσφατα τη διαμαρτυρία χιλιάδων που υπέγραφαν ηλεκτρονικά το αίτημα απομάκρυνσης του έργου από τη δημόσια θέα. Η συντάκτρια του αιτήματος, Μία Μέριλ, η οποία ανήκει στο κίνημα του #MeToo, υποστήριζε ότι το έργο προτρέπει σε παιδοφιλική ηδονοβλεπτική συμπεριφορά και ότι το μουσείο γίνεται συνένοχος στις διαστροφές του Μπαλτίς. Το ΜΕΤ δεν υποχώρησε και έτσι κράτησε απόσταση από την ερμηνευτική αμφισβήτηση της πατριαρχικής κυριαρχίας που ασκούν οι αμερικανίδες φεμινίστριες της νέας γενιάς.

Στο άρθρο του στην «Die Zeit» ο γερμανός κριτικός τέχνης Χάνο Ράουτερμπεργκ αναφέρει πως στο παρελθόν «η ελευθερία της τέχνης είχε δεχθεί απειλές κυρίως από υπαλλήλους που ήθελαν να σταματήσουν βλάσφημες παρατηρήσεις ή από συντηρητικά κόμματα που διαμαρτύρονταν εναντίον παντός ανήθικου και αλαζονικού σκοπού. Αυτή η διαμαρτυρία έγινε στο όνομα της πλειοψηφίας, στο όνομα των θεσμών και έτσι τα μέτωπα ήταν σαφώς σχεδιασμένα. Αλλά τώρα δεν είναι το κράτος και οι Αρχές που θέλουν να θέσουν αυστηρότερα όρια στην τέχνη. Είναι δυνάμεις που συχνά θεωρούν τους εαυτούς τους αριστερούς και προοδευτικούς και έχουν υποστηρίξει την απελευθέρωση των τεχνών εδώ και δεκαετίες». Μάλλον θα ήταν καλύτερο να αναρωτηθούμε: μπορεί κάποιος πραγματικά να κάνει τέχνη σε ένα πλαίσιο που θα αποκλείονται οι δυνατότητες της καλλιτεχνικής αταξίας;