Είσαι Ελληνας, αρκετά συστηματικός αναγνώστης λογοτεχνίας (όχι όμως και ο συστηματικότερος) και έχεις αναλάβει να γράψεις μια νεκρολογία για τον νομπελίστα συγγραφέα Βιντιαντάρ Σουρατζπρασάντ Νάιπολ, που πέθανε στα 86 του, στις 11 Αυγούστου 2018. Μπορείς να διηγηθείς το βιογραφικό του, που κυκλοφορεί στο Διαδίκτυο, χρειάζεται αυτό. Είναι απαραίτητο να λεχθεί ότι είχε γεννηθεί στο Τρινιντάντ, το 1932, κι ότι οι γονείς του ήταν ινδοί μετανάστες. Είναι εξίσου απαραίτητο να ξέρουμε ότι, ως πολίτης μιας βρετανικής αποικίας, είχε δικαίωμα να διεκδικήσει σπουδές στη μητρόπολη – και εκμεταλλεύτηκε αυτό το δικαίωμα αφού σπούδασε, μάλιστα με υποτροφία, στην Οξφόρδη.

Θα μπορούσες να κάνεις αναφορά και στα βιβλία του. Εχει γράψει συνολικά δεκαέξι λογοτεχνικά βιβλία (και πολλά ταξιδιωτικά) και στην Ελλάδα έχουν εκδοθεί το «Ενα σπίτι για τον κύριο Μπίσβας», βιβλίο του 1961, «Ο κύριος Στόουν και οι σύντροφοι των ιπποτών», του 1963, «Guerrillas» του 1975 που στα ελληνικά είχε τίτλο «Οι αντάρτες». Χρειάζεται ακόμα να αναφερθούν τα βιβλία του «Μισή ζωή» του 2001 και οι «Μαγικοί σπόροι» του 2004 και να τονιστεί ότι έγραφε στα αγγλικά, ότι θεωρείται βρετανός συγγραφέας – ένας από τους καλύτερους, όχι μόνο επειδή έχει κερδίσει το βραβείο Μπούκερ και το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 2001.

Επειτα απ’ αυτές τις πληροφορίες, το σύνηθες είναι να πάρεις ένα βιβλίο του, να ζυγίσεις λίγο τα γραφόμενά του και, πιθανόν, να παραθέσεις ένα απόσπασμα, το οποίο να σε οδηγεί στη θεματολογία του: τη βρετανική αυτοκρατορία και τις αποικίες της, τη ζωή στις αποικίες.

Οι βασικές πληροφορίες ήδη εκτέθηκαν, μάλλον πολύ βαρετά και πολύ συνηθισμένα. Θα μπορούσε κανείς να εξαντλήσει τις πληροφορίες για τα βιβλία του, τα θέματά του, τους ήρωές του, γεμίζοντας έτσι τον διατιθέμενο χώρο. Αλλά, διάβολε, πριν μιλήσεις για το έργο ενός συγγραφέα πρέπει να πεις πέντε πράγματα και για εκείνον. Τι τύπος ήταν; Γιατί έγραφε; Γιατί θα μείνει; Αν είχες κάποιον που να τον ξέρει καλά, θα ζητούσες να ενεργοποιήσει τη μνήμη του, να μοιραστεί μαζί σου κάποιες μαρτυρίες, αν ήταν και της λογοτεχνίας, πιθανόν θα ζητούσες και την κρίση του.

Τι κάνεις, όμως, αν δεν έχεις πρόσβαση σε κάποιον που να ξέρει έναν συγγραφέα, ούτως ή άλλως, πολύ μακρινό σου; Κάνεις κάτι απλούστερο: προσφεύγεις στον Iαν Μπουρούμα, τον διευθυντή του θρυλικού «New York Review of Books», ο οποίος αμέσως μετά την ανακοίνωση του θανάτου του Νάιπολ ανήρτησε στο σάιτ του περιοδικού μια αναλυτικότατη προσέγγιση του θανόντος, εμπλουτισμένη με τις αναμνήσεις για έναν γνωστό του.

Ο Μπουρούμα περιγράφει την πρώτη συνάντησή του με τον Νάιπολ, το 1991 στο Βερολίνο, σε μια εκδήλωση για τη γερμανική έκδοση κάποιου βιβλίου του. Περιγράφει το περιστατικό όπου μια σερβιτόρα επιχείρησε να του προσφέρει ένα ποτήρι λευκό κρασί. Δεν ήταν κακό κρασί, αλλά ο Νάιπολ ζήτησε το μπουκάλι, εξέτασε προσεκτικά την ετικέτα για να της το επιστρέψει με περιφρόνηση, λέγοντάς της: «Νομίζω ότι ίσως αργότερα, ίσως αργότερα». Ο συγγραφέας Νάιπολ, λέει ο Μπουρούμα, ήταν ακριβώς αυτή η επιφύλαξη για πράγματα την ποιότητα των οποίων δεν γνώριζε. Για τις άγνωστες πτυχές του κόσμου όπου ζούσε.

Ο Νάιπολ ήθελε να ξέρει τα πάντα για ό,τι τον περιέβαλλε, ήθελε να έχει απόλυτη εποπτεία όσων περιέγραφε. Τα κείμενά του ήταν αποτέλεσμα της εμπειρίας του – και συχνά της οργής του απ’ αυτή. Ενα μέρος αυτής της οργής το προκαλούσε η πρώιμη ζωή του στο μεθοριακό φυλάκιο της βρετανικής αυτοκρατορίας όπου είχε γεννηθεί. Οι χαμένοι, σε έναν βαθμό, αγώνες του για αξιοπρέπεια σε έναν τόπο που πίστευε ότι δεν πρέπει να είναι καταδικασμένος στη δυστυχία και στην οπισθοδρόμηση. Κάπως έτσι προέκυψε η επικριτική του στάση στις μεθόδους της αποικιοκρατίας. Οχι ως καταστατική καταγγελία, αλλά ως τεκμήριο βαθιάς γνώσης της πραγματικότητας, βαθιάς σχέσης μαζί της.

Στο σύντομο, ακυκλοφόρητο στην Ελλάδα αφήγημά του «Η απώλεια του Eλντοράντο» (1969), περιγράφει λεπτομερώς πώς οι κατακτητές εξάλειψαν ολόκληρους λαούς και τους πολιτισμούς τους, αφήνοντας στη θέση τους κοινωνίες διαλυμένες, εξαθλιωμένες. Ο Νάιπολ λέει χαρακτηριστικά πως τέτοιες κοινωνίες έχουν απολέσει εκείνο που ο ίδιος ονομάζει «ολότητα» (wholeness): την πολιτιστική μνήμη τους, την αίσθηση του ανήκειν, την ταυτότητα. Ανακαλώντας τα παιδικά του χρόνια, στο Τρινιντάντ, βρίσκει την «ολότητα» στη μακρινή εικόνα που είχε για την Αγγλία, «μια χώρα όπου έβρεχε», αλλά και για την Ινδία, τη χώρα των γονιών του. Αυτές οι χώρες παρέπεμπαν, γι’ αυτόν, σε ολοκληρωμένες, σφαιρικές κουλτούρες. Αντίθετα, οι χώρες που δήωσε η αποικιοκρατία, με κατεστραμμένο τον κοινωνικό ιστό, είναι επιρρεπείς σε δήθεν επαναστατικές φαντασιώσεις και στους θρησκευτικούς φανατισμούς.

Στο κείμενό του, ο Μπουρούμα δίνει έμφαση σε αυτή την ιδέα της ολότητας. Θυμάται, μια μέρα, ο Νάιπολ του είπε την ιστορία του ντόπιου οδηγού του. «Ο οδηγός, είπε, είχε έναν ιδιαίτερο δεσμό με τους λόφους που περάσαμε. Ο άνθρωπος γνώριζε τους προγόνους του που είχαν ταφεί κάτω από τα πόδια μας. Ανήκε εδώ. Ενιωσε τη σχέση με γενιές που ήταν εδώ μπροστά του: “Ετσι σκέφτεται, έτσι σκέφτεται”».

Ο Μπουρούμα θεωρεί ότι ο οδηγός μάλλον δεν σκεπτόταν έτσι. Αλλά σημασία έχει ότι έτσι σκεπτόταν ο συγγραφέας. Ο άνθρωπος που πίστευε, και ανέδειξε, ότι οι ανθρώπινοι πολιτισμοί έρχονται από τα βάθη των αιώνων και αν χαθεί το νήμα οι σημερινοί απόγονοι των πολιτιστικών εκείνων ενοτήτων ισοδυναμούν με χαμένους σε έναν άγριο κόσμο χωρίς αναφορές, έναν άγνωστο, εχθρικό κόσμο. Ισοδυναμούν με εκτοπισμένους.

Αυτούς τους εκτοπισμένους από τον πολιτισμό τους περιέγραψε στα βιβλία του ο βρετανός συγγραφέας από το Τρινιντάντ.