«Το κρίμα στον λαιμό τους. Να τους κάψει ο Θεός». Αυτά είναι μερικά από τα λόγια των κατοίκων στο Μάτι, έναν μήνα μετά την τραγωδία που χτύπησε τη χώρα. Ο χρόνος για τον άλλοτε πανέμορφο οικισμό σταμάτησε λίγο μετά τις 18.00 της 23ης Ιουλίου. «Σαν να έγινε ένας πόλεμος, να έπεσαν βόμβες ναπάλπ, να χάθηκαν όλα και να πρέπει να ξεκινήσουμε από την αρχή», λένε όσοι από τους κατοίκους προσπαθούν τις μέρες που πέρασαν να ξαναστήσουν τη ζωή τους κάτω από αντίξοες συνθήκες. Με τη γραφειοκρατία να είναι σε κάθε τους βήμα, χωρίς ρεύμα, χωρίς βασικές υποδομές και το κυριότερο: με το βαρύ φορτίο να αντέξουν να ζήσουν εκεί όπου έγινε τόπος μαρτυρίου για τους δικούς τους ανθρώπους, τους φίλους, τους γείτονες.
Εχουν περάσει 35 ημέρες από τη στιγμή που η κόλαση φωτιάς έφερε τον θάνατο για 96 ανθρώπους και προκάλεσε μια ανυπολόγιστη καταστροφή. Οποιος πάει ακόμη και τώρα στο Μάτι για να συνομιλήσει με τους μόνιμους κατοίκους του οικισμού διαπιστώνει ότι δεν έχουν αλλάξει και πολλά. Ολόκληρη η περιοχή είναι μια νεκρή ζώνη. Από τον Αγιο Ανδρέα μέχρι τη διασταύρωση της Ραφήνας το βράδυ επικρατεί το απόλυτο σκοτάδι. Χωρίς ρεύμα, χωρίς αυτοκίνητα να κινούνται στους δρόμους του Ματιού, χωρίς τουρίστες ή άλλους παραθεριστές να επισκέπτονται την περιοχή. Από σεβασμό στους νεκρούς; Από φόβο; Από την αίσθηση του θανάτου που πλανάται ανάμεσα στα καμένα σπίτια και οικόπεδα;
«Το Μάτι δακρύζει ακόμα» μάς λέει ένας μόνιμος κάτοικος που έχασε τα πάντα και κυκλοφορεί σαν φάντασμα στην καμένη περιουσία του. Ο ίδιος και εκατοντάδες άλλοι ζουν εδώ κι έναν μήνα σε ξενοδοχεία, σε συγγενείς, ακόμη και σε αγνώστους που άνοιξαν τα σπίτια τους και δέχθηκαν πυρόπληκτους. «Πόσο ακόμη να μας ανεχτούν. Μας πονάνε, καταλαβαίνουν ότι δεν έχουμε στον ήλιο μοίρα αλλά πόσο ακόμη να αντέχουν» αναρωτιούνται με απόγνωση. Σκέφτονται ότι το καλοκαίρι τελειώνει, τα παιδιά θα πρέπει να ξεκινήσουν το σχολείο τους και δεν έχουν απολύτως τίποτε. Χάθηκαν όλα μέσα σε λίγη ώρα.
Ψυχολογική υποστήριξη. Εκτός από την έρημη πόλη που δίνει αγώνα να ξαναζωντανέψει, αίσθηση προκαλεί η συμπεριφορά των επιζώντων της τραγωδίας. Οσων κατάφεραν να γλιτώσουν από την πύρινη λαίλαπα, όσων έζησαν τον εφιάλτη, έσωσαν συγγενείς, γείτονες, αγνώστους που είχαν χαθεί στα στενά σοκάκια του οικισμού. «Εχουν ακόμη τον τρόμο στα μάτια τους. Δεν μπορούν να ξεχάσουν τις εικόνες φρίκης, τα ουρλιαχτά που άκουγαν. Ειδικά όσοι είδαν μπροστά τους τον θάνατο» λένε κάτοικοι.
Διηγούνται την περίπτωση ενός κατοίκου στην περιοχή. Οταν είδε τις φλόγες να ζώνουν τα σπίτια, έβγαλε τα παιδιά του στον δρόμο, κατάφερε να σώσει και γείτονες. «Μπήκε στο σπίτι ενός ηλικιωμένου, ο οποίος δυσκολευόταν να περπατήσει. Τον έβγαλε στην αυλή με δυσκολία, αλλά δεν κατάφερε να τον σώσει. Ετρεξε να σώσει τα παιδιά του και τον εαυτό του. Ο ηλικιωμένος βρέθηκε λίγες ώρες μετά απανθρακωμένος. Από τότε ο άνθρωπος αυτός βρίσκεται με ψυχολογική υποστήριξη».
Ενας ακόμη διασωθείς, ο Μιχάλης, δεν είναι πάνω από 30 ετών. Είδε τους κόπους μιας ζωής να χάνονται, κάηκαν το σπίτι του, τα υπάρχοντά του, η επιχείρησή του. Από τότε ζει με δανεικά, σε συγγενείς ή κοιμάται στο αυτοκίνητο. «Δεν μπορώ να κοιμηθώ, βλέπω εφιάλτες, τους γείτονές μου να ουρλιάζουν. Κάηκαν ζωντανοί. Εγώ και η οικογένειά μου σωθήκαμε την τελευταία στιγμή» λέει και δακρύζει.
Οπως αναφέρουν στα «ΝΕΑ Σαββατοκύριακο», υπάρχουν εκατοντάδες πολίτες που έχουν ανάγκη από ψυχολογική υποστήριξη, κυρίως μικρά παιδιά που ξυπνούν στον ύπνο τους κλαίγοντας. «Θυμούνται τις φλόγες, πώς έτρεχαν να σωθούν, πώς έμειναν επί ώρες στη θάλασσα ενώ γύρω τους επικρατούσε κόλαση» μας λέει κάτοικος του Ματιού και συνεχίζει: «Αυτά τα παιδιά θα πρέπει να πάνε στο σχολείο σε 20 ημέρες, θα πρέπει να συνεχίσουν τη ζωή τους ενώ δεν έχουν σπίτι».
Υπάρχουν και οι δυνατοί. Το Μάτι προσπαθεί να ξανασταθεί στα πόδια του και σ’ αυτό συμβάλλουν και όσοι είναι δυνατοί. Οσοι πιστεύουν ότι ο οικισμός μπορεί να αναγεννηθεί από τις στάχτες του, να ξανακτιστεί σε νέες βάσεις. Οικογένεια που κατάφερε να ξεπεράσει τη γραφειοκρατία και να κατεδαφίσει ό,τι απέμεινε από το σπίτι της, ήταν εκεί την ώρα που οι μπουλντόζες έπιαναν δουλειά. «Πρέπει να ξαναστήσουμε το σπίτι μας. Δεν έχουμε άλλη επιλογή. Το χρωστάμε στους εαυτούς μας, αλλά και στους νεκρούς. Δεν πρέπει να αφήσουμε το Μάτι να πεθάνει» τονίζουν. Αλλά δεν ξεχνούν να επιρρίψουν ευθύνες σε όλους εκείνους που όφειλαν να τους έχουν προστατέψει. «Το κρίμα στον λαιμό τους. Κανείς δεν μας ειδοποίησε. Η φωτιά ήταν στον Βουτζά κι εμείς κοιμόμασταν» αναφέρουν.
Σαν την οικογένεια αυτή είναι κι άλλες στο Μάτι. Κυρίως κάτοικοι που έχουν επιχειρήσεις, ξενοδοχεία, καταστήματα, εστιατόρια στην περιοχή. Οπως τονίζουν η καταστροφή της τουριστικής σεζόν είναι το λιγότερο, μπροστά στους νεκρούς. «Ποιος να έρθει σε μια πόλη που ακόμη μυρίζει θάνατο; Ποιος να παραθερίσει στο Μάτι που πνίγεται ακόμη στις μυρωδιές των καμένων σπιτιών;» αναφέρει στα «ΝΕΑ Σαββατοκύριακο» καταστηματάρχης, ο οποίος καταλήγει: «Ούτε και του χρόνου περιμένουμε να αναστηθεί το Μάτι. Θα περάσει πολύς καιρός για να φύγει η παγωμάρα που νιώθει όποιος στρίβει στη Λεωφόρο Μαραθώνος».
Συγκίνηση
Εκδήλωση μνήμης με προσκλητήριο νεκρών
Εκατοντάδες πολίτες έδωσαν το «παρών» το βράδυ του Σαββάτου φορώντας λευκές μπλούζες και κρατώντας φακούς, ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα των διοργανωτών της εκδήλωσης μνήμης για όσους χάθηκαν άδικα στη φονική πυρκαγιά της 23ης Ιουλίου.
Η ατμόσφαιρα ήταν ιδιαίτερα φορτισμένη, ιδίως όταν κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης διαβάστηκαν ένα προς ένα τα ονόματα των 96 ανθρώπων – ανάμεσά τους και παιδιά – που άφησαν την τελευταία τους πνοή τη «μαύρη» Δευτέρα.
Παράλληλα, με την παρουσία του το συγκεντρωμένο πλήθος τίμησε εκείνους που βοήθησαν την τραγική εκείνη ημέρα τους συνανθρώπους τους ώστε να σωθούν, αλλά και όσους συνεχίζουν έως και σήμερα – έναν μήνα μετά – να συντρέχουν, με στόχο να επανέλθει η τοπική κοινωνία στην κανονικότητα έπειτα από τον εφιάλτη που βίωσε.
Οπως είπαν όλοι, οι πληγές στο Μάτι παραμένουν ανοιχτές: η απώλεια συγγενών και φίλων, το ψυχολογικό φορτίο που κουβαλούν καθημερινά, τα γραφειοκρατικά προβλήματα που αναγκάζονται να αντιμετωπίσουν ώστε να λάβουν τα επιδόματα… Ταυτόχρονα, ο κατεστραμμένος φυσικός πλούτος αλλά και η περιβαλλοντική επιβάρυνση που θέτει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία κάνουν πιο βαρύ το αποτύπωμα της πύρινης λαίλαπας.