Ας πούμε ότι χρειάζεται ένα κάποιο λογικό άλμα για να χαρακτηρίσεις ακροδεξιό κάποιον που δηλώνει ότι θεωρεί ξεπερασμένα τα μέτωπα και τον διαχωρισμό Αριστεράς – Δεξιάς προτρέποντας τα στελέχη τού κόμματός του να «αποφύγουν αυτούς τους αναχρονιστικούς και ανούσιους καβγάδες». Αλλά δεν είναι εκεί το πρόβλημα της ανακοίνωσης που εξέδωσε το πρωθυπουργικό γραφείο για τη συνέντευξη του Κυριάκου Μητσοτάκη στα «ΝΕΑ». Ή μάλλον είναι το μικρότερο. Γιατί στην ίδια ανακοίνωση ο πρόεδρος της ΝΔ χαρακτηρίζεται «εμπαθής», «αλαζονικός» και «φίλος των ολιγαρχών».
Αν το λογικό άλμα υπηρετεί μια κάποια λογική, τη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ να σκουρύνει ιδεολογικά τη ΝΔ ώστε να καταγραφεί ως ένα κόμμα παγιωμένης ακροδεξιάς κουλτούρας και όχι ως αυτό που είναι, δηλαδή ένα κεντροδεξιό κόμμα με κάνα δυο υπερδεξιές αποφύσεις, όλα τα υπόλοιπα δεν υπερτονίζουν απλώς την αδυναμία ακόμη και του πρωθυπουργικού επιτελείου, μιας ομάδας στελεχών με θεσμικές υποχρεώσεις, να αρθρώσει μετριοπαθή λόγο. Μαρτυρούν την υπαρξιακή αγωνία του ΣΥΡΙΖΑ να συντηρήσει τον καβγά στην πιο οξεία και ακραία εκδοχή του.
Δεν είναι η πρώτη φορά. Αν έχει σημασία όμως αυτή τη φορά, είναι επειδή αυτή τη φορά η αφορμή ήταν εντελώς ασήμαντη: το Μαξίμου αντέδρασε χωρίς θεσμικές αναστολές ακόμη και για μια συνέντευξη που, από άποψη κομματικής αντιπαράθεσης, ήταν σχεδόν κατατονική. Και αντέδρασε έτσι επειδή τίποτα δεν δείχνει να τρομάζει περισσότερο τον ΣΥΡΙΖΑ από αυτή που φαίνεται να είναι η στρατηγική επιλογή του Μητσοτάκη.
Να μείνει εκτός πολιτικής αλάνας, να κινείται και να μιλάει θεσμικά ως ένας εν αναμονή πρωθυπουργός που απλώς περιμένει την ψήφο των πολιτών χωρίς να ασχολείται με τον «τελειωμένο» ΣΥΡΙΖΑ. Να συμπεριφέρεται «αλαζονικά», όπως θα έλεγαν και οι διψασμένοι για καβγά αντιθεσμικοί του Μαξίμου.