Στα τέλη του καλοκαιριού 1940, η Γερμανία είχε πλέον καταλάβει ουσιαστικά ολόκληρη την Ευρώπη. Η ταχύτατη πτώση της Γαλλίας, στην οποία στήριζαν τις ελπίδες τους όχι μόνον οι ίδιοι οι πολίτες της αλλά και εκείνοι πολλών άλλων κρατών, απέδειξε ότι η Βέρμαχτ ήταν ασταμάτητη. Τη στιγμή της επίθεσης των Γερμανών, ο γαλλικός στρατός ήταν, σύμφωνα με πολλές διεθνείς εκτιμήσεις, ο ισχυρότερος στον κόσμο. Από τη στιγμή που στα μέσα Ιουνίου έπεσε και το Παρίσι, έπεφτε πια ουσιαστικά όλη η ηπειρωτική Ευρώπη – ό,τι είχε απομείνει από αυτήν. Ομως, αυτός ο «κανόνας» είχε δύο εξαιρέσεις: η μία ήταν, λίγους μήνες αργότερα, η Ελλάδα, όταν θα σημείωνε την πρώτη νίκη κατά του Αξονα, τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς στο μέτωπο της Αλβανίας. Εκείνη η νίκη έφερε μία ανάταση πρωτοφανή σε ολόκληρη τη σκλαβωμένη Γηραιά Ηπειρο. Η άλλη εξαίρεση ήταν η Αγγλία, που, εκείνο το καλοκαίρι θα βίωνε τις δυσκολότερες στιγμές της νεότερης Ιστορίας της.
Η Μάχη της Αγγλίας δεν ήταν, συνεπώς, μόνον δική της: ως το μεγάλο τελευταίο «οχυρό», αφορούσε ολόκληρη την Ευρώπη. Ο Χίτλερ δεν ήθελε να αφήσει ούτε στιγμή να πάει χαμένη στον πόλεμο με την Αγγλία. Το γεγονός ότι η Γερμανία ήταν πλέον σε θέση να αναπτύσσει στρατεύματα, να χρησιμοποιεί λιμάνια, να χτίζει στρατιωτικές υποδομές και να απογειώνει πολεμικά αεροσκάφη μία ανάσα μακριά από την Αγγλία, σχημάτιζε έναν στρατιωτικό βρόχο γύρω της. Η αμερικανική εμπλοκή στον Πόλεμο δεν είχε ακόμα ξεκινήσει, ενώ, μέχρι και την τελευταία στιγμή, μέσα στην ίδια την Αγγλία, σημαντικό τμήμα του πολιτικού κατεστημένου επέμενε ακόμα στην πολιτική του κατευνασμού της Γερμανίας, παρά την εξόφθαλμη αποτυχία του ήδη από το 1938. Ο Τσάμπερλεν είχε πια αναγκαστεί να εγκαταλείψει την πρωθυπουργία, αλλά αυτό δεν εξαφάνιζε την επιρροή του ως κύριου παράγοντα μιας ισχυρής και πολυπληθούς ομάδας που έφτασε ακόμα και να συζητά την πτώση του Τσόρτσιλ λόγω της κάθετης άρνησής του να ξεκινήσει ειρηνευτικές συνομιλίες με το Βερολίνο. Ακόμα και ως πρωθυπουργός, ήταν για σημαντικό διάστημα μόνος του έναντι, περίπου, όλων.
Οταν η Λουφτβάφε εξαπέλυσε τις πρωτοφανείς επιθέσεις της κατά του Λονδίνου, με χιλιάδες εξόδους βομβαρδιστικών αεροσκαφών, είχε τέσσερις στόχους. Ο πρώτος, ήταν στρατιωτικός: έπρεπε να ισοπεδωθούν η Βασιλική Πολεμική Αεροπορία και η αεράμυνα του Λονδίνου. Ο δεύτερος, ίσως ακόμα πιο σημαντικός, αφορούσε στις υποδομές: οι γερμανοί πιλότοι επιχειρούσαν να χτυπήσουν στα σημεία που ο Τάμεσης «συναντούσε» τον υπόγειο σιδηρόδρομο της αγγλικής πρωτεύουσας με σκοπό κυριολεκτικά να πνίξουν αυτό το τεράστιο δίκτυο που χρησίμευε και ως καταφύγιο των κατοίκων της. Εγιναν τότε εσπευσμένα εκτενή οχυρωματικά έργα στα πιο επισφαλή σημεία, τα οποία μπορεί να δει κανείς ακόμα και σήμερα. Ο τρίτος, ήταν να παραλύσει την πόλη και έτσι να κάμψει πλήρως το ηθικό των κατοίκων του Λονδίνου. Ο τέταρτος, ως αποτέλεσμα των τριών προηγουμένων, ήταν να οδηγήσει έτσι τον Τσόρτσιλ σε διαπραγματεύσεις συνθηκολόγησης και μάλιστα από δυσμενέστατη θέση.
Μέσα από σειρά κυμάτων βομβαρδισμών, οι Γερμανοί έφτασαν πάρα πολύ κοντά και στους τέσσερις στόχους τους, όμως, στο τέλος, και στους τέσσερις, απέτυχαν. Η επιμονή και η αποφασιστικότητα του Τσόρτσιλ, ο οποίος προειδοποιούσε την Αγγλία και την Ευρώπη για τα επερχόμενα ήδη από το 1934, ήταν, παρά τις δυσμενέστατες συνθήκες, άκαμπτη, όπως και η βούλησή του να πολεμήσει. Το ίδιο και η αποφασιστικότητα του αγγλικού λαού, ο οποίος, αντί να καμφθεί από τους τρομερούς βομβαρδισμούς της πρωτεύουσάς του, χαλυβδώθηκε. Ισως ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς δείκτες της στάσης του εκείνης τις φοβερές ώρες, είναι αυτός που αποτυπώνεται στις τότε εκθέσεις της Μητροπολιτικής Αστυνομίας του Λονδίνου: στα ερείπια των βομβών, με τους πολλούς νεκρούς, τις πυρκαγιές και τα κατεστραμμένα κτίρια της πόλης, δεν αναφέρθηκε ούτε ένα περιστατικό κλοπής ή λεηλασίας…