«Εζησα μια τίμια ζωή και είμαι περήφανος γι’ αυτήν. Δοκιμάστηκα αρκετές φορές. Δεν έκανα πάντα το σωστό». Μ’ αυτά τα λόγια του Τζον ΜακΚέιν ξεκινά το ντοκιμαντέρ «Για ποιον χτυπά η καμπάνα» που ολοκληρώθηκε πρόσφατα. Ο ΜακKέιν, μία από τις πιο αξιοσέβαστες προσωπικότητες στην πολιτική ζωή της Ουάσιγκτον, πέθανε σε ηλικία 81 ετών, έπειτα από μάχη με κακοήθη όγκο στον εγκέφαλο που διήρκεσε περισσότερο από έναν χρόνο. Ενας στιβαρός πολιτικός που χαιρετίστηκε ως «αμερικανός ήρωας» καθώς πέρασε πεντέμισι χρόνια στις φυλακές των Βιετκόνγκ, όταν το καταδιωκτικό του ναυτικού που πιλοτάριζε καταρρίφθηκε στη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ. Επειδή εκεί υπέστη βασανιστήρια, αργότερα κατήγγειλε τις πρακτικές της CIA με βασανισμούς στη διάρκεια του λεγόμενου πολέμου εναντίον της τρομοκρατίας, επί των ημερών του προέδρου Μπους. Υπερασπιζόταν πάντα έντονα την άποψή του και γι’ αυτό ήταν δημοφιλής. Τόσο ώστε να εκλέγεται βουλευτής και κατόπιν γερουσιαστής της Αριζόνας επί 35 χρόνια με το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, όχι τόσο όμως ώστε να κερδίσει την προεδρία των ΗΠΑ την οποία διεκδίκησε δύο φορές.

Ενόσω έδινε τη μάχη με την ασθένεια επιδόθηκε σε έναν αγώνα για να ξεκαθαρίσει τις αρχές του, να ξανακοιτάξει τα λάθη του και προχώρησε σε κινήσεις όπως η εναντίωσή του στην προσπάθεια του Ντόναλντ Τραμπ να καταργήσει το Obamacare και αργότερα η έντονη δημόσια κριτική που άσκησε στον σημερινό πρόεδρο των ΗΠΑ. Καθώς όμως ο γερουσιαστής της Αριζόνας, όπως ο Ιωάννης του Γκοντ του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, πέρασε τα τελευταία χρόνια καταφερόμενος εναντίον της χυδαιότητας στη δημόσια ζωή, πρέπει να γνώριζε ότι στην πολιτική του κληρονομιά συμπεριλαμβάνεται και η απόφαση να συμβάλει στην εξαπόλυση των ίδιων δυνάμεων στις οποίες αργότερα άσκησε τόση κριτική. Την Τετάρτη συμπληρώνονται δέκα χρόνια από τη μέρα που επέλεξε τη Σάρα Πέιλιν να σταθεί στο πλευρό του ως υποψήφια αντιπρόεδρος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, όταν εκείνος διεκδίκησε την προεδρία έναντι του νεοεμφανιζόμενου τότε Μπαράκ Ομπάμα των Δημοκρατικών. Η Πέιλιν ήταν η εκλεκτή του Τσάι Πάρτι, μια ανύπαρκτη πολιτικός που επελέγη ως πράξη πολιτικής απελπισίας. Εδωσε μόνο βραχυπρόθεσμα μια μικρή ενίσχυση στους Ρεπουμπλικανούς, όμως η απόφαση του ΜακΚέιν άνοιξε το κουτί της Πανδώρας στον λαϊκισμό, ο οποίος μία δεκαετία αργότερα θριάμβευσε στο πρόσωπο του Ντόναλντ Τραμπ. Επίσης, ο ΜακΚέιν που πρέσβευε τον επεμβατισμό στην εξωτερική πολιτική, ήταν από τους θερμότερους υποστηρικτές του πολέμου στο Ιράκ και επέμενε να τάσσεται υπέρ του ισχυρού στρατιωτικού ρόλου στο εξωτερικό. Μονίμως στήριζε την αύξηση του προϋπολογισμού των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ, καθώς μάλιστα ήταν και πρόεδρος της επιτροπής της Γερουσίας για τις ένοπλες δυνάμεις.

Γιος και εγγονός στρατηγών με τέσσερα αστέρια, ο ΜακΚέιν ήταν πάντα έτοιμος για μια καλή πολιτική μάχη στη διάρκεια της καριέρας του. Οπως γράφουν οι «New York Times», «ήταν μια οδύσσεια με κίνητρο τη φιλοδοξία, τα συντηρητικά ένστικτα ενός στρατιωτικού, με επαναστατικότητα που υπήρξε εμφανής από τα παιδικά του χρόνια και ταμπεραμέντο που έφθανε σε εκρηκτικά όρια». Ο χαρακτήρας του επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό και από την αιχμαλωσία του στη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ. Καθώς ο πατέρας του ήταν ο διοικητής όλων των αμερικανικών δυνάμεων στον Ειρηνικό εκείνη την εποχή, ο Τζον ΜακΚέιν έγινε ο πιο διάσημος αιχμάλωτος πολέμου. Θύμα φοβερών βασανιστηρίων και έχοντας κρατηθεί επί δύο χρόνια σε απομόνωση, αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει δύο φορές και αρνήθηκε να αφεθεί ελεύθερος πρόωρα για να διατηρήσει την τιμή του. Οταν έφυγε από το ναυτικό, ξεκίνησε το 1983 την πολιτική του καριέρα. Ηταν στο επιτελείο του Ρόναλντ Ρίγκαν, αλλά αργότερα κινήθηκε προς το Κέντρο – συχνά αψηφούσε τις αποφάσεις της ηγεσίας του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και όταν συμφωνούσε με τους Δημοκρατικούς δεν δίσταζε να το δηλώσει ή να ψηφίσει μαζί τους. Το 2000 διεκδίκησε το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών, αλλά έχασε από τον Τζορτζ Μπους. Το 2008, με την ατυχή επιλογή της Πέιλιν, κέρδισε το χρίσμα, αλλά έχασε την προεδρία από τον Μπαράκ Ομπάμα.

«Ο Τζον κι εγώ ανήκαμε σε διαφορετικές γενιές, προερχόμαστε από τελείως διαφορετικά υπόβαθρα κι αναμετρηθήκαμε στο υψηλότερο επίπεδο της πολιτικής» ανέφερε ο Ομπάμα στην ανακοίνωσή του. «Ομως μοιραζόμασταν, παρ’ όλες τις διαφορές μας, την πίστη σε κάτι υψηλότερο: τα ιδεώδη για τα οποία γενεές Αμερικανών και μεταναστών έδωσαν αγώνες, έδωσαν μάχες, θυσιάστηκαν». Και ένας άλλος Δημοκρατικός πρώην πρόεδρος, ο Μπιλ Κλίντον, απέτισε φόρο τιμής, υπογραμμίζοντας ότι ο ΜακΚέιν δεν δίσταζε να αψηφήσει την κομματική γραμμή αν έκρινε πως ήταν για το καλό της χώρας. Ο πρόεδρος Τραμπ, με τον οποίο ο ΜακΚέιν είχε συγκρουστεί σφόδρα, απηύθυνε μέσω Twitter ένα σύντομο μήνυμα συλλυπητηρίων, χωρίς ούτε μία λέξη για την καριέρα ή τη ζωή του γερουσιαστή.