Ενα νέο επικοινωνιακό τέχνασμα για δήθεν αυξήσεις σε μισθούς κλάδων εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα εφηύρε η κυβέρνηση με όχημα την επεκτασιμότητα των κλαδικών συμβάσεων εργασίας.
Ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Εργασίας Ανδρέας Νεφελούδης υποστήριξε χθες (Στο Κόκκινο) ότι έρχονται άμεσες αυξήσεις αποδοχών από τα 586 ευρώ σε περισσότερα από 800 ευρώ τον μήνα για δεκάδες χιλιάδες εργαζομένους, ενώ ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, λίγες ώρες αργότερα, προανήγγειλε την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού. Οι εξαγγελίες έρχονται την ώρα που, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, ένας στους τρεις μισθωτούς στον ιδιωτικό τομέα αμείβεται με καθαρές αποδοχές 327 ευρώ τον μήνα και ο υποκατώτατος μισθός για νέους έως 25 ετών διαμορφώνεται σε 511 ευρώ μεικτά. Η ανάγκη της κοινωνίας για αυξήσεις αποδοχών είναι αδιαμφισβήτητη και η κυβέρνηση μοιράζει υποσχέσεις δίχως μέτρο, στον δρόμο για την κάλπη.
Η στροφή της κυβέρνησης σε παροχές στο μέτωπο των μισθών έρχεται μετά τα πρώτα σινιάλα των δανειστών, σύμφωνα με τα οποία αποφάσεις για την τύχη των συντάξεων δεν πρόκειται να κλειδώσουν πριν από τον Οκτώβριο, με την κατάθεση του προϋπολογισμού. Αυτό βεβαίως δεν εμπόδισε χθες τον υφυπουργό Εργασίας Τάσο Πετρόπουλο (στην ΕΡΤ) να υποσχεθεί για μία ακόμα φορά ότι οι περικοπές στις συντάξεις δεν πρόκειται να εφαρμοστούν, απορρίπτοντας και τα σενάρια αναστολής του μέτρου, σε αντιδιαστολή με πιο «μετρημένες» δηλώσεις της υπουργού Εργασίας Εφης Αχτσιόγλου (στο ραδιόφωνο 24/7), η οποία επανέλαβε ότι το μέτρο δεν είναι μεν απαραίτητο – ούτε δημοσιονομικά ούτε διαρθρωτικά -, αλλά αποφάσεις θα ληφθούν τον Οκτώβριο.
Οπως είναι γνωστό, μετά τη λήξη του Μνημονίου επανέρχεται η επεκτασιμότητα των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, ο μηχανισμός δηλαδή της υποχρεωτικής εφαρμογής τους για όλους τους εργαζομένους ενός κλάδου από το σύνολο των εργοδοτών του κλάδου και ανεξαρτήτως αν οι τελευταίοι είναι μέλη ή όχι της εργοδοτικής οργάνωσης που υπέγραψε τη συλλογική σύμβαση εργασίας.
Ωστόσο, όπως σημειώνουν ειδικοί της αγοράς εργασίας, η ρύθμιση δεν θα έχει κανένα αντίκρισμα για τους εργαζομένους, αφού με τον τρόπο και τις προϋποθέσεις που αυτή επαναφέρεται δεν πρόκειται να εφαρμοστεί ποτέ από τους εργοδότες. Εναπόκειται, δηλαδή, στη διακριτική ευχέρεια και την καλή πίστη των εργοδοτικών οργανώσεων για το αν θα διατρέξει όλο τον κλάδο η συμφωνία για την υπογραφή Κλαδικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (επεκτασιμότητα ΣΣΕ). Οπως ρητά αναγράφεται σε σχετική εγκύκλιο, «σε περίπτωση μη υποβολής από την εργοδοτική οργάνωση του μητρώου μελών της και της συνακόλουθης αδυναμίας τήρησης της προβλεπόμενης διαδικασίας, η επέκταση της συλλογικής σύμβασης δεν είναι δυνατή».
Οι πρώτες συμβάσεις
Σύμφωνα με τον Ανδρέα Νεφελούδη, από τις 21 Αυγούστου 2018, με το τέλος του προγράμματος, μπορεί να ισχύει η διαδικασία επέκτασης, δηλαδή η υποχρεωτικότητα για τις κλαδικές ή άλλες συλλογικές συμβάσεις εργασίας, αρκεί να τεκμηριώνεται με τεχνικό τρόπο το 50%+1, δηλαδή τα μέρη που υπογράφουν την κλαδική σύμβαση εκπροσωπούν το 50% του κλάδου. Εχουμε ήδη σήμερα 27 κλαδικές συμβάσεις σε ισχύ, στις 21 Αυγούστου, και 13 ομοιοεπαγγελματικές.
– Πρώτη ομάδα συμβάσεων που θα πάει σε διαδικασία επέκτασης είναι αυτή που αφορά τα ξενοδοχεία. Τα στοιχεία έχουν δοθεί από τις εργοδοτικές οργανώσεις και τελειώνει η σύγκριση των στοιχείων με αυτά της Εργάνης για να πιστοποιηθεί το 50%+1.
– Δεύτερη είναι οι τράπεζες, η κλαδική σύμβαση των τραπεζοϋπαλλήλων. Η ιδιομορφία εκεί είναι ότι δεν υπάρχει ενιαία εργοδοτική οργάνωση και η κλαδική είναι υπογεγραμμένη με τις τράπεζες. Κατά συνέπεια, ο νόμος τεκμηριώνει περίπου το 70% της συμμετοχής εργαζομένων στην κλαδική, που πλέον θα ισχύει για όλους.
– Παράλληλα υπάρχουν τέσσερις συμβάσεις κλαδικού χαρακτήρα για ναυτιλιακές εταιρείες, διοικητικές και άλλες υπηρεσίες (όχι ναυτικοί), που αφορούν περίπου το 85% του κλάδου.
Μόνο στα χαρτιά
Μια εντελώς διαφορετική εικόνα μεταφέρει ο Παναγιώτης Κυριακούλιας, γενικός γραμματέας Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ελλάδος (ΟΙΥΕ). Οπως εξηγεί, το υπουργείο Εργασίας, ισχυριζόμενο ότι επιλύει «τεχνικό ζήτημα» προκειμένου να κηρυχτεί υποχρεωτική μια κλαδική σύμβαση, ζητά από την εργοδοτική οργάνωση που την υπέγραψε να καταθέσει το μητρώο μελών της, δηλαδή τις επιχειρήσεις που είναι μέλη της, ώστε μέσω του συστήματος Εργάνη να διαπιστωθεί εάν αυτές απασχολούν το 51% του κλάδου.
Ταυτόχρονα, όμως, η κατάθεση του μητρώου δεν έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα και εφόσον η εργοδοτική οργάνωση δεν καταθέσει μητρώο μελών δεν μπορεί να υπάρξει επέκταση της κλαδικής σύμβασης.
Ασχέτως εάν μια εργοδοτική οργάνωση καλύπτει το κριτήριο του 51%, είναι φανερό με βάση τα παραπάνω ότι: η επέκταση των κλαδικών συμβάσεων εργασίας εναπόκειται (ή επαφίεται) αποκλειστικά στη διακριτική ευχέρεια των εργοδοτικών οργανώσεων και στη διάθεσή τους να καταθέσουν το μητρώο μελών τους. Προϋπόθεση η οποία κάνει τελικά την επέκταση των κλαδικών συμβάσεων μη δυνατή να εφαρμοστεί στην πράξη. Καμία κλαδική ένωση εργοδοτών, ούτε στο παρόν ούτε στο μέλλον, δεν πρόκειται να καταθέτει το μητρώο μελών της. Διότι, αν το έκανε αυτό, θα αποχωρούσαν από αυτήν μαζικά και εν ριπή οφθαλμού τα μέλη της, με σκοπό βεβαίως να μη δεσμεύονται από κλαδική συλλογική σύμβαση. Οι εργοδοτικές οργανώσεις θα κατέρρεαν, τότε, με συνοπτικές διαδικασίες· και, φυσικά, δεν είναι διατεθειμένες να αυτοχειριαστούν. Αλλωστε, είναι απολύτως λογικό ένας εργοδότης να μη θέλει να δεσμεύεται από κλαδική σύμβαση, από τη στιγμή μάλιστα που μπορεί να το αποφύγει με απόλυτα νόμιμο τρόπο. Κατά συνέπεια, «είναι μαθηματικά βέβαιο ότι από δω και πέρα καμία (ή σχεδόν καμία) κλαδική συλλογική σύμβαση δεν θα γίνεται υποχρεωτική, καμία επεκτασιμότητα δεν μπορεί να υπάρξει» τονίζει ο Κυριακούλιας.