Συχνά-πυκνά διάφορα στελέχη της Δεξιάς καταγγέλλουν τη φερόμενη μεταπολιτευτική ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς ως το απόλυτο κακό και ως την αιτία για τα δεινά της ελληνικής κοινωνίας. Ενώ όμως διαπιστώνουν το φαινόμενο αυτό, μάλλον δεν βλέπουν ότι για την εκδήλωσή του ευθύνεται και η δική τους θεωρητική και ιδεολογική ανεπάρκεια. Σε όλη τη Μεταπολίτευση, η Νέα Δημοκρατία δεν κατόρθωσε ποτέ να συγκροτήσει και να εκπέμψει έναν αστικό φιλελεύθερο ιδεολογικό λόγο και ούτε απέκτησε αντίστοιχους οργανικούς διανοουμένους. Παρά τη μεταπολιτευτική της προσαρμογή και τη σημαντική συνεισφορά της στην οικοδόμηση της δημοκρατικής Ελλάδας, ο ιδεολογικός της λόγος ήταν συχνά μια εκσυχρονισμένη εκδοχή του μεσοπολεμικού και μετεμφυλιακού συντηρητικού αξιακού μοντέλου.
Οι επιβιώσεις του ιδεολογικού αυτού φορτίου έκαναν την επανεμφάνισή τους τόσο κατά τη συζήτηση στη Βουλή κάποιων ταυτοτικών πολιτισμικών νομοσχεδίων όσο και στη στάση της απέναντι στη συμφωνία των Πρεσπών για το μακεδονικό ζήτημα. Οι πρόσφατες δε δηλώσεις του βουλευτή Μάκη Βορίδη επανέφεραν στο προσκήνιο τις αντιλήψεις της «βαθιάς» Νέας Δημοκρατίας για τον τρόπο αντιμετώπισης των αριστερών ιδεών. Ο κατά τα άλλα ιδιαίτερα συγκροτημένος βουλευτής δήλωσε ότι «πρέπει να υπάρξει στρατηγική ήττα των ιδεών της Αριστεράς για να μην ξαναβρεθεί στην εξουσία με οποιαδήποτε μορφή της. Ο κ. Μητσοτάκης πρέπει να κάνει παρεμβάσεις στο κράτος και στους θεσμούς για να μην ξανάρθει η Αριστερά στην εξουσία γιατί οι ιδέες της είναι ελαττωματικές».
Ο κ. Βορίδης δηλαδή, με απόλυτη σαφήνεια, προτείνει την κρατική – διοικητική αντιμετώπιση των ιδεών της Αριστεράς και όχι την πολιτική και ιδεολογική. Εύκολα λοιπόν γίνεται κατανοητό γιατί η Αριστερά κυριάρχησε ιδεολογικά στη μεταπολιτευτική περίοδο όταν ακόμα και σήμερα διατυπώνονται τέτοιες απόψεις. Δυστυχώς όμως ο εύκολος δεξιός αντίπαλος ιδεολογικός λόγος λειτούργησε αντανακλαστικά για την ποιότητα του αντίστοιχου αριστερού. Απέναντι στην ανύπαρκτη Δεξιά στη μεταπολιτευτική μάχη των ιδεών, η Αριστερά, όλων σχεδόν των εκδοχών, δεν χρειάστηκε να εργαστεί ιδιαίτερα για τη συγκρότηση του δικού της ιδεολογικού και θεωρητικού λόγου. Το ΚΚΕ μετέφερε απλά τη σοβιετική εκδοχή του κομμουνισμού, αναλωνόταν στην υπεράσπιση του μοντέλου του τότε «υπαρκτού σοσιαλισμού» και αναπαραγόταν με την εργαλειακή χρήση της εγχώριας αριστερής μνήμης και ιστορίας.
Η πάλαι ποτέ ανανεωτική Αριστερά, όπως εκφράστηκε από το ΚΚΕ εσωτερικού, είναι γεγονός ότι απογαλακτίστηκε από τον σοβιετικό κομμουνισμό και εισήγαγε πολλές νέες και προωθημένες αντιλήψεις για την ελληνική κοινωνία. Δέσμια όμως της φαντασίωσης μιας εθνικής πολιτικής συναίνεσης, ηττήθηκε πολιτικά συμπαρασύροντας και τις ιδέες της. Το ΠΑΣΟΚ ξεκίνησε με τριτοκοσμικές, άσχετες με την ελληνική κοινωνία, θεωρίες τύπου Σαμίρ Αμιν, αλλά σταδιακά άρχισε να προσεγγίζει την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Η πολυσυλλεκτική του όμως συγκρότηση συνετέλεσε στην εκπομπή ενός αντιφατικού μείγματος σοσιαλιστικών προταγμάτων, εθνικιστικών αναφορών, λαϊκίστικων πρακτικών αλλά και νεωτερικών συχνά ιδεών και μεταρρυθμίσεων.
Δίπλα σ’ αυτές τις εκδοχές υπήρξαν και κάποιες μικρές οργανώσεις, μερικοί μοναχικοί στοχαστές ή και λίγα μειοψηφικά κινήματα που έθεσαν ιδεολογικά ζητήματα και αντιλήψεις ρηξικέλευθες για την ελληνική κοινωνία. Μάλλον όμως ήταν φωνές βοώντων εν τη ερήμω. Ο κυρίαρχος αριστερός μεταπολιτευτικός λόγος χαρακτηριζόταν γενικά από την απουσία συγκροτημένων θεωρητικών εννοιών, την αναγόρευση ενός αδιαφοροποίητου λαού ως πολιτικού υποκειμένου, την αναπαραγωγή του κοινωνικού κομφορμισμού, τη συναισθηματική χρήση της ιστορίας, τον αντιδυτικισμό και συχνά τον αντιευρωπαϊσμό, τη δημαγωγία, ενίοτε και την απλοϊκή συνθηματολογία, την αναπαραγωγή της εθνικής και παραταξιακής θυματοποίησης, την αποθέωση της εθνικολαϊκής τέχνης και πολλά άλλα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως ο τελευταίος σπασμός της Μεταπολίτευσης, βρήκε έτοιμο αυτόν τον παραδοσιακό αριστερό λόγο και τον αναπαρήγαγε εμφατικά. Οταν ηττηθεί όμως, ίσως ανοίξει ξανά ο διάλογος για μια σύγχρονη αριστερή θεωρία και ιδεολογία.
Ο Κώστας Καρακώτιας είναι νομικός και κριτικός βιβλίου