Εβαλε, λέει, το κεφάλι του στον ντορβά. Αλλά δύσκολα θα θυμάται κανείς τον Παύλο Πολάκη για την υποτιθέμενη αυτοθυσία του, γι’ αυτήν την ηρωική πράξη σωτηρίας του «ελληνικού λαού» με την οποία περιέβαλε τον εαυτό του. Δεν είναι ο αυτοηρωοποιημένος Πολάκης που ήρθε για να μείνει. Δεν είναι ούτε ο Πολάκης των παραληρηματικών αναρτήσεων στα σόσιαλ μίντια, δηλαδή κάποιος που δεν γράφει όπως σκέφτεται αλλά γράφει όπως κραυγάζει. Και δεν είναι επειδή δεν είναι ο μόνος.
Αν αξίζει να θυμάται κανείς τον Πολάκη ως κάτι, αξίζει να τον θυμάται ως ένα υπόδειγμα εξουσίας αντιδημοκρατικού ήθους. Ως μια εξουσία που αντί του κράτους δικαίου επιλέγει το λιντσάρισμα, που δεν εκκινεί διαδικασίες ελέγχου θεσμικά αλλά παραδίδει τον παραβάτη, αυτόν που θεωρεί ο ίδιος παραβάτη, βορά στον όχλο. Ο Πολάκης από αυτήν την άποψη κάνει ό,τι θα έκανε κάθε κυβερνητική εξουσία σε ένα μη δημοκρατικό περιβάλλον. Δεν ενεργοποιεί τη Δικαιοσύνη, την αδρανοποιεί. Δεν την κρίνει, την απαξιώνει. Δεν της επιτίθεται απλώς. Την υποκαθιστά.
Οπως σε όλα τα μη δημοκρατικά καθεστώτα, ο Πολάκης συγκεντρώνει εξουσίες που παραχωρεί ο ίδιος στον εαυτό του. Δεν φαντασιώνεται τον εαυτό του μόνο στον ρόλο του αυτοθυσιαστικού ήρωα αλλά και του υπέρτατου κριτή, ενός κριτή που δεν λογοδοτεί ο ίδιος επειδή θεωρεί ότι έχει εξ αντικειμένου, σχεδόν θεολογικά, το δίκιο με το μέρος του, ότι είναι ο φορέας μιας άμεμπτης ηθικής που δεν αμαυρώνεται ούτε από τις κραυγές του. Και τιμωρεί όπως θα τιμωρούσε ένας ιεροεξεταστής: σκληρά, αδιαπραγμάτευτα, αμετάκλητα.
Είναι η αντιδημοκρατική κουλτούρα του Πολάκη κουλτούρα της κυβέρνησής του; Ενδεχομένως όχι. Αλλά ακόμη και αν ο Πολάκης δεν χαρακτηρίζει ολόκληρη την κυβέρνηση, η κυβέρνησή του χαρακτηρίζεται από τη συνύπαρξη μαζί του. Από την επιλογή του επικεφαλής της να διατηρεί στους κόλπους ένα αντιδημοκρατικό στοιχείο.