Την ερχόμενη Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου, στο πλαίσιο εκδηλώσεων του ΚΙΝΑΛ για την επέτειο ίδρυσης του ΠΑΣΟΚ, θα διεξαχθεί μεταξύ άλλων συζήτηση περί πατριωτισμού. Αλλά γιατί μια τέτοια συζήτηση, τι σημαίνει πατριωτισμός σήμερα, στο παγκοσμιοποιημενο περιβάλλον και με την Ελλάδα μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης; Οπωσδήποτε δεν σημαίνει εθνικισμό, την ανακύκλωση του παρελθόντος, την περιχαράκωση στους στενούς ορίζοντες εθνικιστικών στερεοτύπων, την άρνηση αντιμετώπισης της σύγχρονης πραγματικότητας και συνθηκών που δημιουργούν η αλληλεξάρτηση και η παγκοσμιοποίηση, τη διατήρηση των μύθων, την παγίδευση στα τραύματα της Ιστορίας, τη συντήρηση του ελληνικού εξαιρετισμού (exceptionalism) που θέλει την Ελλάδα το «κέντρο του κόσμου», τη χώρα που έχει πάντοτε και ανεξαιρέτως δίκιο στις θέσεις της, που συγχέει το επιθυμητό με το εφικτό, καταλήγοντας είτε σε φοβικά σύνδρομα είτε σε μαξιμαλισμούς που οδηγούν σε ήττες και καταστροφές (Μ. Ασία, Κύπρος κ.ά.).
Ο σύγχρονος δημοκρατικός, προοδευτικός, περιεκτικός (inclusive) πατριωτισμός έχει εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο. Στοχεύει στην ανεξαρτησία της πατρίδας, αλλά ως χώρας οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, πρωτοπόρου σε εκπαίδευση, έρευνα, τεχνολογία, ανοιχτής στις νέες ιδέες, και προκλήσεις, στην αιχμή της προώθησης της δημοκρατίας, ατομικών δικαιωμάτων, διαφορετικότητας, ανεκτικότητας κ.ά. Ειδικότερα, μια σύγχρονη πατριωτική εξωτερική πολιτική αξιών θα πρέπει να στηρίζεται στα παρακάτω τέσσερα κεντρικά στοιχεία:
Πρώτον, στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Αφετηρία για την Ελλάδα δεν μπορεί να είναι παρά η θέση της χώρας στην Ενωση και με κατανόηση ότι η ελληνική κυριαρχία διασφαλίζεται μέσα από την ενίσχυση της συλλογικής ευρωπαϊκής κυριαρχίας. Η Ελλάδα ούτε μπορεί ούτε πρέπει να παρεκκλίνει από την κοινή εξωτερική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Θα πρέπει να συμπράττει ενεργά στη διαμόρφωσή της, όπως θα πρέπει επίσης να συμμετέχει σε όλα τα επιμέρους σχήματα συνεργασίας. Και να προωθεί ως έναν κύριο στόχο την ενσωμάτωση όλων των χωρών της περιοχής στην ΕΕ ως προϋπόθεση για σταθερότητα και δημοκρατία. Ενώ με αφετηρία τη συμμετοχή της στην Ενωση οφείλει επίσης να διαμορφώνει τις σχέσεις της με τις άλλες χώρες.
Δεύτερον, να θέτει ως στόχο την επίλυση των προβλημάτων εξωτερικής πολιτικής και όχι τη διαιώνισή τους στο όνομα της καθαρότητας κάποιων (άκαμπτων) θέσεων. Η εμπεδωμένη αντίληψη για την καθαρότητα των θέσεων (ως αδιαπραγμάτευτα δήθεν «εθνικών θέσεων») καταλήγει στη μη-επίλυση των προβλημάτων με πολλαπλές ζημιογόνες συνέπειες, πολιτικές και οικονομικές.
Τρίτον, να μη δαιμονοποιεί την έννοια του συμβιβασμού σ’ ένα πλαίσιο διαπραγματεύσεων και συνεργασίας. Για μια μεσαίου μεγέθους χώρα όπως η Ελλάδα, άλλη προσέγγιση έξω από τη λογική αυτή ως προϋπόθεση επίλυσης των προβλημάτων δεν υπάρχει. Η λέξη «συμβιβασμός» δεν μπορεί να θεωρείται ανάθεμα κάτω από την απλοϊκή αντίληψη ότι η Ελλάδα έχει σε όλα δίκιο και για τα οποιαδήποτε προβλήματα φταίνε πάντοτε οι «άλλοι».
Τέταρτον, να αναγνωρίζει ως ακρογωνιαίο λίθο της εξωτερικής πολιτικής για τη χώρα το διεθνές δίκαιο, αλλά θεωρούμενο μέσα από μια ευρεία, δημιουργική προσέγγιση ως μέσου υπέρβασης των προβλημάτων και όχι μέσα από μια νομικιστική ανάγνωση (legalism) για «την εννοιολογική περιπλοκοποίηση» των προβλημάτων ώστε να καθίστανται πρακτικώς άλυτα.
Με αυτή τη σύγχρονη πατριωτική εξωτερική πολιτική – που μεγιστοποιεί τα εθνικά συμφέροντα – θα πρέπει να πορευθεί ο προοδευτικός μεταρρυθμιστικός χώρος.
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του FEPS.