Να πω από την αρχή ότι η ιστορία της προσωπογραφίας με τα κλειστά μάτια είναι πέρα για πέρα πραγματική, όπως στο όνειρο που τη βλέπουμε να ξανασυμβαίνει για δεύτερη φορά.

Μια ξένη γυναίκα στέκεται όρθια μπροστά σε ένα ζωγραφικό πορτρέτο. Περιεργάζεται εξεταστικά, με δέος και έναν απροσδιόριστο φόβο, σαν απειλή, το ζωγραφισμένο γυναικείο πρόσωπο που εκπέμπει σιωπηλά, με συστολή σχεδόν, το κάλλος της ηλικίας του. Απεικονίζεται απόμακρο, με το βλέμμα στραμμένο μέσα του, σαν να κοιμάται ή να ονειρεύεται ποιος ξέρει τι. «Γιατί είναι κλειστά τα μάτια της;» ρωτάει στα γαλλικά τον άνδρα στον οποίο ανήκε ο μοναδικός πίνακας μέσα στο σπίτι. «Το μυστήριο της ύπαρξης» της απαντάει. Ο ίδιος, με το πάθος του δεινού εραστή της ποίησης, μελετούσε χρόνια το πρόσωπο, τη γλώσσα πριν από τις λέξεις. Είχε μάλιστα εκμυστηρευτεί σε μένα ένα του όνειρο, που έγινε μετά η δική του ιστορία. Είχε, λέει, αναγνωρίσει αυτή τη γυναικεία μορφή πολύ πριν, όταν κάποτε είχε χάσει τον δρόμο με την ελαφίνα, έτσι ονόμαζε το πρώτο του αυτοκίνητο, στο πρόσωπο της παιδίσκης που έπαιζε κουτσό πετώντας με ενθουσιασμό την αμάδα. Σε κάθε του αφήγηση έδινε διαφορετικές παραλλαγές του ονείρου. Κάπως έτσι γεννήθηκαν οι εικόνες, οι ερμηνείες τους, τα πολύχρωμα αισθήματα και το ζωγραφισμένο πρόσωπο έγινε λόγος. Eτσι μπήκα κι εγώ μέσα στην ιστορία όπου η πραγματικότητα δεν υπάρχει.

Δεν ήμουν ζωντανά παρούσα σε εκείνη τη σκηνή. Μόνος σιωπηλός μάρτυρας του διαλόγου μεταξύ της φιλοξενούμενης και του οικοδεσπότη σ’ εκείνο το δωμάτιο ήταν ο συγγραφέας, ή η σκιά του, καθώς, χωρίς ίσως να το ξέρει, είχε τον σπόρο για ένα μελλοντικό μυθιστόρημα. Πολλά χρόνια μετά ξεφύλλιζα το βιβλίο του με τον ίδιο τίτλο και το εξώφυλλο της νέας γυναίκας με τα κλειστά μάτια που ονειρεύεται, σε πολλές μάλιστα εκδοχές, καθώς είχε μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες. Η ηρωίδα αλλάζει πρόσωπα, μιλάει με τους νεκρούς, το όνειρο είναι η δική της εύθραυστη ασπίδα στη βαρβαρότητα. Κι όμως δεν μπόρεσα να αναγνωρίσω στο μυθοπλαστικό πρόσωπο που καταφεύγει στον ύπνο για να ζήσει τη ζωγραφική εικόνα όπως ήταν, αλλά και όπως έγινε.

Στο πρόσφατο όνειρο, ευφρόσυνα γαλήνιο, ξαναστέκομαι μπροστά στον ζωγραφικό πίνακα. Στα χρόνια που πέρασαν, τα σπίτια που τον φιλοξένησαν είχαν γίνει οι μεταφορές της προσωπογραφίας. Στο τελευταίο θα ξεκινούσε τη ζωή από την αρχή, σαν εξόριστη. Αλλά βρίσκεται πάντα κρεμασμένη σ’ έναν λευκό τοίχο… Είναι ορατή. Eνα αμυδρό γαλάζιο στις ρίγες της μπλούζας και το εφηβικό κοκκίνισμα πάντα εκεί. Δεν αναγνωρίζει την αφιέρωση κάτω δεξιά. Τη βλέπω να βγαίνει από το κάδρο. Δεν είναι για να αντικρίσει εκείνη τη γυναίκα που έτσι κι αλλιώς σκέφτεται, στη συνείδησή της παραμένει μια άμορφη εικόνα, χωρίς δικό της όνομα. Είναι για να ανακτήσει την ανάμνηση εκείνης της μέρας με τις μαυρόασπρες φωτογραφίες του ζωγράφου και την κοπέλα με τη μαρινιέρα σκυμμένη πάνω στα χειρόγραφά της, σ’ εκείνο το μικρό φωτεινό σπίτι στην άκρη της Φιλοθέης.

Σαν έναν διάλογο του εγώ με το εγώ, την ακούω να αποκαλύπτει το μυστικό του πίνακα. Δεν είναι πεθαμένη, ούτε κοιμάται. Διαβάζει.