Παρότι έχω καταραμένα καλή μνήμη (ναι, κατάρα είναι) για ό,τι έχω ζήσει και με έχει επηρεάσει, δύο περιόδους της ζωής μου έχω καταφέρει να διαγράψω σχεδόν εντελώς. Η πρώτη είναι η περίοδος των Πανελλαδικών Εξετάσεων (η δεύτερη είναι κάτι σαν τον Βόλντεμορτ, δεν την αναφέρουμε καν).

Δεν υπάρχει χειρότερη αηδία από τις Πανελλαδικές Εξετάσεις και το σχόλιο αυτό δεν έχει ίχνος ωριμότητας και ψυχραιμίας. Είναι η θλιβερή έξοδος από τη φυλακή της ανηλικότητας και του σχολείου. Είναι ο «θεσμός» που καθιστά λογικό, σωστό και υπέροχο να σου λένε στα 17 σου, ενώ ακόμη δεν έχεις λύσει ποιος είσαι και τι είναι ο κόσμος, ότι από την απόδοσή σου σε ένα διάστημα μερικών ημερών κρίνονται η ζωή σου, το μέλλον σου, η σχέση σου με τους γονείς σου, η ελευθερία σου, η θέση στην οποία θα τοποθετηθείς, τελικά, στην κοινωνία. Ανθρωποι έχουν πέσει στα φάρμακα για λιγότερη πίεση από αυτή, σας βεβαιώ, αν και δεν το ήξερα αυτό τότε.

Ο,τι κάνω σήμερα βγήκε με πολλή δουλειά και πολλή προσπάθεια που την έκανα κυρίως ως ενήλικη, με όση θέληση και όσο πείσμα δεν είχα όλα τα χρόνια της εφηβείας μου. Δεν ήμουν χαζή – νομίζω, έτσι μου έλεγαν κιόλας – και πάντοτε διάβαζα, παρατηρούσα. Διάβαζα τα δικά μου. Αντί για το μάθημά μου διάβαζα τυχαία λήμματα στην εγκυκλοπαίδεια και ό,τι βούταγα από τη βιβλιοθήκη των δικών μου. Στα μαθηματικά ήμουν ο μεγαλύτερος σκράπας που έχει πατήσει πόδι στον πλανήτη. Το «δεν έχει έφεση» έχει υπάρξει μια καλοπροαίρετη δικαιολογία στην περίπτωσή μου. Εφεση μπορεί να μην είχα, αλλά είχα άρνηση όση το μπόι μου. Ο,τι δεν ήθελα δεν με ενδιέφερε, ό,τι δεν με ενδιέφερε δεν το διάβαζα. Μαθηματικά, φυσική, βιολογία, ακόμη και τη γυμναστική κάπως την απέφευγα. Ολα αυτά φυσικά ισχύουν και σήμερα. Εχω διαβάσει πάρα πολύ, έχω διαβάσει κοινωνικές επιστήμες, ιστορία, λογοτεχνία, συγκρατώ απίστευτο όγκο φαινομενικά άχρηστης πληροφορίας που πάντα κάπως καταλήγει χρήσιμη στη δουλειά μου, ΑΛΛΑ (ναι, με κεφαλαία, γιατί το φωνάζω) δεν θυμάμαι ούτε απλή αριθμητική, ζητάω από την κολλητή μου εξήγηση για απλούς όρους της φυσικής και εδώ και πέντε χρόνια συζητάω αν θέλω να κάνω γιόγκα ή πιλάτες, ενώ όλοι οι φίλοι μου ξέρουν ότι η μόνη μου άθληση είναι η βόλτα στα μαγαζιά. Δεν το περηφανεύομαι καθόλου, αλλά κάποια αλήθεια κρύβεται στη χριστιανική ρήση για την εξομολογημένη αμαρτία, γιατί όταν το παραδέχομαι νιώθω λίγο λιγότερο προβληματική.

Οταν ήμουν στο Δημοτικό, δεν θυμάμαι ποια τάξη, στον έλεγχο ο δάσκαλος βαθμολογούσε, εκτός από την επίδοση στα μαθήματα, και κάποια γενικά στοιχεία της παρουσίας του μαθητή στο σχολείο. Σε ένα εξάμηνο λοιπόν – ή ήταν τρίμηνο; – ο μπαμπάς μου πήρε τον έλεγχο στα χέρια του και ανάμεσα στα Α είδε ένα ωραιότατο καλλιγραφικό Β στη συνέπεια. Το βλέμμα του πατέρα μου το θυμάμαι ακόμη πε-ντα-κά-θα-ρα. Μου πήρε πολλά πολλά χρόνια να συμφιλιωθώ με το γεγονός ότι ήμουν η κόρη που ώς μια ηλικία τα έκανε όλα ανάποδα από το πώς αυτός τα ήθελε και τα φανταζόταν. Με το ότι κάποτε ήμουν αυτή που όλοι περίμεναν ότι θα τα καταφέρω κάπως καλύτερα, ενώ εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να είμαι εγώ. Θαυμάζω όσους αρίστευσαν, όσους έβγαλαν πιο πολλά χρήματα, όσους έκαναν πολύ καλές σπουδές, όσους τα έκαναν όλα αυτά επειδή τα ήθελαν και τους έκαναν ευτυχισμένους. Αναγνωρίζω στον εαυτό μου πως δεν είμαι η τεμπέλα που φοβόμουν, αφού δεν είχα ποτέ κανένα φόβο να δουλέψω σκληρά, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, με μόνη επιβράβευση ότι κάνω αυτό που διάλεξα. Αν φοβάμαι κάτι, είναι οι μη αναγκαίοι συμβιβασμοί, η καταπίεση και η έλλειψη ίσων ευκαιριών. Κυρίως αυτό.

Ισως γι’ αυτό, τελικά, είμαι τυχερή. Γιατί δεν αναγκάστηκα σε κάτι, γιατί ήξερα μέσα μου πως ό,τι και να είμαι, ό,τι κι αν διαλέξω, όπου κι αν με πάνε οι επιλογές μου, οι δικοί μου θα με στηρίζουν με τον μόνο τρόπο που έχει σημασία. Την αγάπη, το καμάρι, το κουράγιο, τη θέληση, το μάθημα πως η μόρφωση έχει αυταξία και πως τη δουλειά μας την κάνουμε και για εμάς και πως ο μόνος εχθρός μας είναι ο εαυτός μας. Σήμερα γελάω γλυκά όταν θυμάμαι πόσες ενοχές είχα απέναντί τους που τα έκανα όλα ανάποδα. Και μαθαίνω πως κάθε άνθρωπος έχει κάτι να δώσει, ο καθένας κάτι αλλιώτικο, κάτι δικό του.

Ολο αυτό ξεκίνησε σαν μία ακόμη εξομολόγηση. Αλλά τελικά είναι μια επιστολή σε εσάς που δεν είχατε τα αποτελέσματα που θέλατε, πρώην μαθητές και γονείς τους. Και τη γράφω βάζοντας εμένα μπροστά για να σας πω τελικά πως, ναι, όλα μπορούν να πάνε καλά, κι αυτό δεν είναι θεωρητικό. Σας το υπόσχομαι.

Οι γυναίκες του Στέπφορντ

Στη φαντασίωση που είμαι λευκός ιππότης στο άλογο, θα επέβαλλα τις ίσες ευκαιρίες. είναι ό,τι πιο ιδεαλιστικό και άπιαστο και μεγαλειώδες υπάρχει στο μυαλό μου. Εξάλλου, μια κοινωνία από το ένα ή το άλλο μου θυμίζει τη φανταστική πόλη Στέπφορντ με τις τέλειες γυναίκες- ρομπότ (δεξιά, σκηνή από την ταινία του 1975 «Οι γυναίκες του Στέπφορντ).