Οσοι είμαστε πολύ μεγάλοι σε ηλικία – έχουμε δηλαδή περάσει τα εξήντα, για να μην πούμε και τα εβδομήντα χρόνια -, ο θάνατος των άλλων είτε πρόκειται για συγγενείς, φίλους αλλά και αγνώστους συχνά που, κατά μια περίεργη συγκυρία, τους αισθανόμασταν δικούς μας ανθρώπους, σήμαινε και εξακολουθεί να σημαίνει μια υπαρξιακή αναστάτωση που και αν ακόμη έχανε σταδιακά την έντασή της, δεν έπαυε να επανέρχεται άλλοτε με μια δριμεία και άλλοτε με μια λιγότερο ανυπόφορη γεύση. Εχοντας βιώσει τον θάνατο ως παιδιά με παππούδες και γονείς που η ζωή τους συχνά έμοιαζε να τελειώνει με τον θάνατο των προσφιλών τους, το μέλλον μας είχε ήδη ανεξίτηλα χαρακτηριστεί σε σχέση με τον θάνατο – όπως και συνέβη άλλωστε – με έναν τρόπο που προϋπέθετε μια τεράστια προσωπική ενοχή όσον αφορά την απώλεια του συγκεκριμένου κάθε φορά ανθρώπου, έστω κι αν λογικά δεν στοιχειοθετούνταν καμιά ενοχή.

Επομένως ο θάνατος και συνακόλουθα το πένθος δεν μπορούσε σε καμιά περίπτωση να ανακουφιστεί, χώρια που η εξωτερίκευσή του με έναν τρόπο άκομψο, δηλαδή η κοινωνικοποίησή του, έμοιαζε να αγγίζει τα όρια της ύβρεως καθώς λογαριαζόταν και πολύ σωστά ως εμπορευματοποίησή του. Αυτά ώς πρότινος τουλάχιστον. Πόσο όμως πένθος θα ήταν δυνατόν να ισχυριστείς ότι σε έχει καταλάβει, όταν μετά τον θάνατο ενός φίλου αντί να παρασταθείς στην κηδεία του, χωρίς να συντρέχει κανείς σοβαρός λόγος που να σε αποτρέπει να το κάνεις, αισθάνεσαι να «τακτοποιείς» τους λογαριασμούς μαζί του, επειδή δημοσιοποιείς μέσω του Facebook μία, δύο ή τρεις κοινές φωτογραφίες σας; Πόσο αβάσταχτη μπορεί να είναι η λύπη σου για να σου φτάνει και να σου περισσεύει η δημοσιοποίηση της σχέσης σου μαζί του – αν μάλιστα ο άνθρωπος που έχει φύγει ήταν αυτό που χαρακτηρίζουμε ως «διάσημος» ώστε να μπορεί να σκεφτεί ο καθένας ότι ο θάνατός του υπήρξε μια ευκαιρία για να φανείς λόγω φωτογραφίας και συ που δεν σε γνωρίζει κανένας – όταν κοστολογείς χωρίς σημασία τη ζωντανή σου παρουσία και επιπλέον την αντικαθιστάς με μια φωτογραφία που είναι το ευτελέστερο μέσα στη σύμφραση του πένθους;

Πολύ περισσότερο όταν ο άνθρωπος που έφυγε προσερχόταν σεμνά σε όλες τις κηδείες, ακόμη και ελάχιστα γνωστών του ανθρώπων – πράγμα που το γνώριζαν όλοι – και επιπλέον είχε τη συνήθεια για τον καθένα χωριστά μόλις μάθαινε τον θάνατό του να ανάβει στο σπίτι του ένα κερί και να προσεύχεται για την ψυχή του. Αν είναι δυνατόν ο άνθρωπος αυτός που καθόριζε με τη ζωή του, με τον λόγο του και με τις πράξεις του εγκόσμιες και μεταθανάτιες συμπεριφορές να συκοφαντείται χάρη σε «φίλους» καθώς τον επικαλούνται οι τελευταίοι ως τεκμήριο της δικής τους αξίας για να τους έχει κάνει παρέα και να έχει βγάλει φωτογραφίες μαζί τους. Χωρίς να υποψιάζονται ότι αυτοκαταγγέλλονται με τον πιο προσβλητικό για τους ίδιους τρόπο καθώς δείχνουν να τον χρειάζονταν όσο ήταν ζωντανός και όχι ως πεθαμένο με το να μην έχουν έρθει στην κηδεία του.