Οι φίλοι μου το καλοκαίρι μιλούσαν για σειρές του Netflix. Οπως και πέρυσι τον χειμώνα και πέρυσι το καλοκαίρι και πρόπερσι τον χειμώνα. Κάποιοι δηλώνουν εξαρτημένοι, ένας δυο δεν ακολούθησαν βραδινές εξόδους της παρέας γιατί είχαν κολλήσει με μια σειρά. Καινούργια ονόματα και τίτλοι εγκαταστάθηκαν στις κουβέντες μας. Και στα μπαρ έπαιζαν το μουσικό θέμα από το «Narcos» ή τη lounge διασκευή του «Bella Ciao» από το «Casa de Papel». Σηματοδοτεί όλο αυτό μια καινούργια sur mesure εποχή για την τηλεόραση και τον κινηματογράφο; Κατά τα φαινόμενα, ναι. Είναι καλό αυτό για την Εβδομη Τέχνη; Είναι καινούργιο και η ποιότητα του καινούργιου εξαρτάται από το πώς το διαχειρίζονται οι δημιουργοί του.

Οι εποχές καλπάζουν χωρίς να νοιάζονται για τη δική μας μελαγχολία. Αλλωστε, ένας ρόλος του σινεμά, ως κουλτούρα, είναι να χαρακτηρίζει γενιές. Προσωπικά, μεγάλωσα στην εποχή της Βουγιουκλάκη, πέρασα στην εφηβεία μου (με όχημα τη Μεταπολίτευση) στη γενιά του Αγγελόπουλου και του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, αυτομόλησα συνειδητά στη γενιά του Σπίλμπεργκ και των χολιγουντιανών υπερπαραγωγών, καλλιέργησα «κινηματογραφικό παρελθόν» σκαλίζοντας στις γενιές της γαλλικής νουβέλ βαγκ και της πρώτης περιόδου του Γούντι Αλεν. Κάτι ανάλογο συνέβη εξάλλου και στην τηλεόραση. Από τη γενιά των «Απαράδεκτων» στη γενιά του «Παρά πέντε». Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με τις πλατφόρμες. Από τη γενιά του «House of Cards», στη γενιά του δεν ξέρω γω τι.

Υπάρχει ωστόσο κάτι που κανένα Netflix και καμία τηλεόραση δεν μπορεί να αντικαταστήσει. Αυτό που μου είχε πει κάποτε ο Γιάννης Δαλιανίδης. «Είναι θέμα μεγέθους. Είναι το περίφημο γκρο πλαν. Φαντάσου το πρόσωπο της Μέριλιν Μονρόε να σε κοιτάει από μια τηλεόραση 26 ιντσών και φαντάσου το να γεμίζει σε όλο το πλάτος και το μήκος της μια κινηματογραφική οθόνη». Και πού να ήξερε ότι, στις μέρες μας, θα βλέπαμε σίριαλ από τις οθόνες των smartphones.