Ηταν λίγο πριν από τα μεσάνυχτα της Τρίτης, έξω από την Υδρα, όταν στο επιβατηγό-οχηματαγωγό «Ελευθέριος Βενιζέλος» σήμανε συναγερμός. Στο τρίτο γκαράζ του πλοίου ένα φορτηγό που μετέφερε πλαστικά είχε τυλιχτεί στις φλόγες και πυκνοί μαύροι καπνοί ανέβαιναν με απειλητική ταχύτητα προς τα καταστρώματα.

Το καράβι που είχε προορισμό τα Χανιά είχε ξεκινήσει από τον Πειραιά στις δέκα το βράδυ με ευνοϊκές συνθήκες και τίποτα δεν προμήνυε την περιπέτεια που θα ζούσαν λίγο αργότερα οι 875 επιβάτες του και τα 140 μέλη του πληρώματος. Μόλις έγινε γνωστό ότι εκδηλώθηκε φωτιά, στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» εκτυλίχθηκαν στιγμές αγωνίας: Καπνοί έβγαιναν από τους αεραγωγούς, η πρόσβαση στις καμπίνες ήταν αδύνατη εξαιτίας της αποπνικτικής ατμόσφαιρας και η μυρωδιά του καμένου είχε απλωθεί στα περισσότερα σημεία του πλοίου.

Παρ’ όλ’ αυτά, επικράτησε ψυχραιμία χάρη στις καίριες κινήσεις του πληρώματος και την έγκαιρη κινητοποίηση των Αρχών.

Αμέσως δόθηκε εντολή να συγκεντρωθούν οι επιβάτες στα επάνω καταστρώματα, χωρίστηκαν σε ομάδες, μοιράστηκαν σωσίβια και προετοιμάστηκε εκκένωση, η οποία τελικά δεν χρειάστηκε να γίνει. Το θρίλερ που ξεκίνησε μεσοπέλαγα είχε αίσια κατάληξη, αφού οι επιβαίνοντες αποβιβάστηκαν με ασφάλεια νωρίς το πρωί στον Πειραιά ενώ, όπως έγινε γνωστό, όσοι επλήγησαν θα αποζημιωθούν για τα οχήματα που καταστράφηκαν.

Μετά την αποβίβαση των επιβατών, η οποία πραγματοποιήθηκε από τα πλαϊνά του καραβιού με ειδικές κλίμακες λίγο πριν τις πέντε τα ξημερώματα και διήρκεσε αρκετή ώρα, πολλοί ήταν εκείνοι που αναχώρησαν για την Κρήτη με πλοίο που ναυλώθηκε ειδικά για αυτόν τον σκοπό. Αρκετοί άλλοι παρέμειναν στο λιμάνι περιμένοντας να μάθουν τι είχαν απογίνει τα αυτοκίνητά τους και πότε θα μπορούσαν να πάρουν τα προσωπικά είδη που άφησαν στο πλοίο.

Λίγο μετά την άφιξη του πλοίου στην προβλήτα Ε12 του λιμανιού ξεκίνησε ένας νέος αγώνας, αυτός της κατάσβεσης της φωτιάς, που συνεχιζόταν μέχρι αργά χθες το βράδυ. Επρόκειτο για μια ιδιαίτερα δύσκολη επιχείρηση λόγω της φύσης της πυρκαγιάς (σύμφωνα με εκτιμήσεις ειδικών η θερμοκρασία έφθασε τους 500 βαθμούς Κελσίου) και του σημείου στο οποίο είχε εκδηλωθεί.

Στην προσπάθεια κατάσβεσης, η οποία σύμφωνα με εκτιμήσεις θα διαρκέσει τουλάχιστον άλλη μία μέρα, συμμετείχαν μονάδες της ΕΜΑΚ, δώδεκα οχήματα και 35 άνδρες της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, ενώ από νωρίς είχαν σπεύσει κοντά στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» πλοιάρια της Πυροσβεστικής. Ανδρες του Σώματος έλεγαν στα «ΝΕΑ» ότι ήταν αναγκασμένοι να πηγαίνουν βήμα βήμα λόγω της στενότητας του χώρου και της ιδιαίτερης προσοχής που έπρεπε να επιδεικνύουν ώστε να μην προκληθούν εκρήξεις από άλλα αυτοκίνητα που βρίσκονταν στα γκαράζ. Από το μεσημέρι και μετά χρησιμοποιήθηκε επίσης ειδικός αφρός για την κατάσβεση.

Το καράβι μετέφερε συνολικά 152 ΙΧ οχήματα και 80 φορτηγά, κάποια από τα οποία αποβιβάστηκαν περίπου στις έντεκα το πρωί για να διευκολυνθεί η επιχείρηση.

Λόγω του νερού που είχαν ρίξει οι δυνάμεις πυρόσβεσης, τις μεσημεριανές ώρες διαπιστώθηκε κλίση πέντε μοιρών στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» και οι άνδρες της Πυροσβεστικής άνοιξαν τρύπες πάνω από την ίσαλο γραμμή για να φεύγουν τα νερά. Παράλληλα, το πλοίο υποστηριζόταν από έξι ρυμουλκά.

Στο μεταξύ, νωρίς το απόγευμα σημειώθηκε διαμάχη ανάμεσα στο υπουργείο Ναυτιλίας και τον ΟΛΠ ύστερα από απαίτηση του τελευταίου να απομακρυνθεί το πλοίο από εκεί όπου είχε καταπλεύσει και να μετακινηθεί εκτός του λιμανιού, καθώς στο σημείο όπου βρισκόταν δένουν τα κρουαζιερόπλοια.

Οι ζημιές που προκλήθηκαν θα καταμετρηθούν μετά την πλήρη κατάσβεση της φωτιάς, ενώ θα ακολουθήσει επιθεώρηση του πλοίου ώστε να κριθεί η αξιοπλοΐα του. Παράλληλα, θα συνεχιστεί η διερεύνηση των αιτιών του συμβάντος.

Δήλωση για το περιστατικό έκανε ο δήμαρχος Πειραιά Γιάννης Μώραλης, ο οποίος επεσήμανε πως «το σημαντικότερο είναι ότι δεν κινδύνευσαν ανθρώπινες ζωές. Με όλα όσα γίνονται στη χώρα μας τους τελευταίους μήνες, το γεγονός ότι δεν έχουμε απώλειες ανθρώπινων ζωών είναι ευχάριστο και σημαντικό. Από πλευράς μας έγιναν όλες οι απαραίτητες ενέργειες».

«Ο κόσμος φοβήθηκε, αλλά έμεινε ψύχραιμος»

«Βρισκόμουν στην καμπίνα μου, στο 8ο πάτωμα, όταν λίγο πριν από τα μεσάνυχτα αισθάνθηκα μια μυρωδιά φωτιάς. Βγήκα στον διάδρομο προβληματισμένος, αλλά δεν πήγε το μυαλό μου στο ότι έχει πιάσει φωτιά το πλοίο, θεώρησα ότι επρόκειτο για κάποιο βραχυκύκλωμα. Σύντομα ειδοποιηθήκαμε από το πλήρωμα να συγκεντρωθούμε όλοι στον χώρο της ντισκοτέκ που βρίσκεται στο πίσω μέρος του καραβιού. Αυτή ήταν μια σωστή απόφαση διότι η ατμόσφαιρα ήταν ήδη αποπνικτική. Τελικά καταλήξαμε στα πιο ψηλά καταστρώματα όπου υπήρχε αέρας και δεν έφτανε ο καπνός. Ηταν αδύνατον να επιστρέψουμε στις καμπίνες για να πάρουμε τα προσωπικά μας είδη γιατί δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε. Ακόμη και για να πάει κάποιος στην τουαλέτα έβαζε βρεγμένες πετσέτες στο πρόσωπο για να αντέξει» διηγείται στα «ΝΕΑ» ο Γιάννης Μαλανδράκης, δήμαρχος Πλατανιά που επέβαινε στο «Ελευθέριος Βενιζέλος».

«Κάποια στιγμή σταματήσαμε να πλέουμε. Εφτασαν πολλά παραπλέοντα πλοία τα οποία μας βοήθησαν ψυχολογικά. Ο κόσμος φοβήθηκε, αλλά έμεινε ψύχραιμος. Δεν υπήρξαν ούτε φωνές ούτε κραυγές, παρότι ανάμεσά μας βρίσκονταν παιδιά και μεγάλοι άνθρωποι. Σε λίγη ώρα ενημερωθήκαμε ότι η φωτιά ήταν υπό έλεγχο. Παρ’ όλ’ αυτά, περίπου στις δύο μετά τα μεσάνυχτα μας μοίρασαν σωσίβια, κατέβασαν βάρκες, έριξαν ανεμόσκαλες και μας ετοίμασαν για εγκατάλειψη. Εκαναν αυτό που επιτάσσει το πρωτόκολλο. Τελικά η εκκένωση δεν πραγματοποιήθηκε, αφού ο καπετάνιος μάς ανακοίνωσε ότι επιστρέφουμε στον Πειραιά. Φτάσαμε περίπου στις τέσσερις τα ξημερώματα. Στήθηκαν εξωτερικές σκάλες στα πλαϊνά και με τη βοήθεια του πληρώματος και του Λιμενικού κατεβήκαμε με ασφάλεια, ενώ κατεγράφησαν τα αντικείμενα που αφήσαμε στο πλοίο. Δόξα τω Θεώ, είμαστε όλοι καλά».