Οι ανασχηματισμοί ιστορικά δεν στέφθηκαν από επιτυχία και ο λόγος είναι απλός. Ο εκάστοτε πρωθυπουργός επιλέγει κατά τη δημιουργία του πρώτου κυβερνητικού σχήματος μετά τις εκλογές με βάση τη δική του βούληση και λιγότερο ως αποτέλεσμα εσωκομματικών, μιντιακών ή και άλλων πιέσεων. Αντιθέτως, ανασχηματισμός και μάλιστα προ αναμενόμενων εκλογών υπακούει σε πιέσεις ενδοπαραταξιακές και κομματικές υποτιθέμενες ισορροπίες και ψευδαισθήσεις περί δήθεν ανανέωσης ηλικιακής και διεύρυνσης πολιτικής που δεν αποδίδουν.
Το χειρότερο όλων είναι ότι ο συγκεκριμένος ανασχηματισμός έγινε ύστερα από μια περίοδο δημοσιογραφικής σπερμολογίας, που προήλθε φυσικά από πάσης φύσεως πιέσεις και κομματικές διαδόσεις.
Οι ανασχηματισμοί αυτού του τύπου, που έχουν ξαναγίνει και στο παρελθόν από άλλες κυβερνήσεις, εκ των υστέρων πήραν βαθμό κάτω από τη βάση.
Το ότι τοποθετήθηκαν κάποια νέα στην ηλικία πρόσωπα και ορισμένοι προερχόμενοι από το ΠΑΣΟΚ και από τη Νέα Δημοκρατία μάλλον δεν μετράει και δεν πρόκειται να σημάνει περισσότερα από την εικόνα της στιγμής.
Βεβαίως, ο προ εκλογών ανασχηματισμός καθησυχάζει τη συνείδηση του Πρωθυπουργού πως έκανε ό,τι μπορούσε για να μη χρεωθεί αποκλειστικά σε αυτόν η επερχόμενη ήττα, ενώ ταυτόχρονα ενισχύει τις φιλοδοξίες του περιβάλλοντος, που έχει αποκτήσει εν τω μεταξύ αρκετή ισχύ, για να υπαγορεύσει επιλογές.
Εν ολίγοις και αυτός ο ανασχηματισμός δεν δημιουργεί επί της ουσίας είδηση, παρά τις «καλές προσπάθειες» αυτών που ασχολούνται με τις διαδικασίες στο όνομα δήθεν της πολιτικής.