Αν και αναφέρομαι σε προσωπικά βιώματα, θεωρώ ότι ανήκω σε μια καθόλου μικρή κατηγορία. Είμαστε όλοι εμείς που μεγαλώσαμε σε κάποιο σημείο τής, μήκους 13.676 χιλιομέτρων, ελληνικής ακτογραμμής, σε ένα από τα περίπου διακόσια κατοικημένα νησιά της χώρας. Σε τόπους που δεν υπάρχει σόι, γειτονιά, συντροφιά χωρίς ναυτικούς. Εμείς που λέμε ακόμη τα πλοία βαπόρια και που στο άκουσμα μιας παρ’ ολίγον ναυτικής τραγωδίας, ακόμη και όταν η ανακοίνωσή της συνοδεύεται από την είδηση για το αίσιο πέρας της, νιώθουμε ένα σκίρτημα. Εναν φόβο αταβιστικό που έρχεται από τα βάθη της παιδικής ηλικίας, τότε που ακούγαμε για καράβια που βυθίστηκαν, για ανθρώπους που τρελάθηκαν αφού πάλευαν ώρες με τα κύματα, για ναυαγούς που βγήκαν παραλογισμένοι σε ακτές. Τις παιδικές μου αναμνήσεις στοιχειώνει εκείνος ο οδυρμός που ξεπεταγόταν έξαφνα από κάποιο σπίτι και διατάρασσε τους ήχους του καλοκαιριού. Δεν ξέρω τι το ιδιαίτερο είχε, αλλά οι μεγάλοι καταλάβαιναν αμέσως ότι επρόκειτο για ναυάγιο και έτρεχαν στον δρόμο να ακούσουν, να μάθουν, να συμπαρασταθούν. Εξάλλου, σχεδόν κάθε σπίτι είχε το δικό του ναυάγιο ως ένα είδος οικογενειακού κειμηλίου. Ακόμη κι αν ο άνθρωπός τους είχε επιζήσει, ήταν η ιστορία που μεταφερόταν, μαζί με τα άλλα ενθυμήματα, από γενιά σε γενιά. Αυτή καθαυτήν η εμπειρία του ναυαγίου έμοιαζε να είναι το ίδιο καταλυτική με την απώλεια μιας ζωής.
Με το ρεπορτάζ της Κατερίνας Ροββά ζωντάνεψαν οι σκηνές του απευκταίου, αυτού που, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, έτρεμα μη χρειαστεί να αντιμετωπίσω. Τη συγκέντρωση κατά ομάδες, τη διανομή των σωσιβίων, την απόλυτη υπακοή στις εντολές του πληρώματος. Ακούγοντας και διαβάζοντας όμως έστω και για παρ’ ολίγον ναυάγιο, συνειδητοποιείς κάτι. Αυτό που φάνηκε και στην περίπτωση του «Ελευθέριος Βενιζέλος». Το μεγαλείο του καλού καπετάνιου, έστω και αν χρειαστεί για μία φορά στην καριέρα του να διαχειριστεί την ευθύνη για εκατοντάδες ανθρώπινες ζωές.