Τις τελευταίες βδομάδες ο Αλεξάνταρ Βούτσιτς και ο Χασίμ Θάτσι, οι πρόεδροι της Σερβίας και του Κοσόβου αντίστοιχα, δηλώνουν δημόσια ότι είναι έτοιμοι να επιλύσουν οριστικά τη διένεξη των δύο χωρών. Το νέο στοιχείο στις τοποθετήσεις τους είναι η ετοιμότητά τους να συζητήσουν το ενδεχόμενο αναδιάρθρωσης των συνόρων, υπονοώντας την ανταλλαγή εδαφών. Ο Βούτσιτς ζητά την προσάρτηση στη Σερβία του Βόρειου Κοσόβου, όπου η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι Σέρβοι, ενώ ο Θάτσι διεκδικεί την προσάρτηση στο Κόσοβο περιοχών της Νότιας Σερβίας στις οποίες η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι Αλβανοί.
Η ιδέα της χάραξης νέων συνόρων στα Βαλκάνια δεν είναι πρωτότυπη. Ωστόσο, το νέο στοιχείο αυτή την περίοδο είναι ότι η διεθνής κοινότητα (με εξαίρεση τη Γερμανία) δεν απορρίπτει επί της αρχής την αλλαγή συνόρων στην περιοχή. Η διαφαινόμενη διεθνής ανοχή σε αυτή την προοπτική στηρίζεται στην πεποίθηση ότι πρόκειται για μια εφικτή λύση που τίθεται στο τραπέζι από τις ηγεσίες των δύο χωρών. Επομένως, οι Βούτσιτς και Θάτσι διαπιστώνουν ότι δεν καταπατούν τις «κόκκινες γραμμές» που έχει θέσει ο διεθνής παράγοντας και δημιουργούν προσδοκίες ότι μπορούν να κλείσουν άμεσα μια σοβαρή εκκρεμότητα στα Βαλκάνια.
Οι πιθανότητες να καταλήξουν σε συμφωνία οι δύο χώρες είναι λιγοστές. Ο Θάτσι δεν έχει τη νομιμοποίηση να διαπραγματευθεί τα σύνορα του Κοσόβου, με την πλειοψηφία των κομμάτων της χώρας του να τοποθετείται ενάντια σε μια τέτοιου είδους λύση. Ο Βούτσιτς αντιμετωπίζει κριτική από ένα ευρύ και ετερογενές μέτωπο το οποίο περιλαμβάνει τη Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία, την πλειοψηφία των Σέρβων του Κοσόβου (η οποία δεν κατοικεί στο βόρειο τμήμα της περιοχής), τη σερβική κοινωνία πολιτών και όσους αρνούνται να αποδεχθούν την απώλεια κυριαρχίας στο Κόσοβο. Πάνω απ’ όλα, ο Βούτσιτς δεν έχει την πρόθεση να συζητήσει την παραχώρηση περιοχών της Νότιας Σερβίας στο Κόσοβο, όπως ο Θάτσι επιθυμεί.
Ανεξαρτήτως της έκβασης των διαπραγματεύσεων, η ιδέα της αλλαγής των συνόρων παύει να αποτελεί ταμπού και νομιμοποιείται ως μέθοδος επίλυσης διαφορών στην περιοχή. Οι τρέχουσες συζητήσεις, επίσης, απενοχοποιούν την ιδέα της δημιουργίας εθνικά ομοιογενών κρατών – τον βασικό στόχο όσων αιματοκύλησαν τα Βαλκάνια τη δεκαετία του 1990 – και κλονίζουν σοβαρά τη σταθερότητα εύθραυστων πολυεθνοτικών κρατών όπως η Βοσνία και Ερζεγοβίνη και η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Παράλληλα, υπονομεύονται οι προσπάθειες που καταβάλλονται στην ευρύτερη περιοχή για τη διεθνοτική συμφιλίωση και την οικοδόμηση ανεκτικών και πολυεθνοτικών κοινωνιών. Τέλος, η σχετικοποίηση της σταθερότητας των συνόρων στα Βαλκάνια εγκυμονεί κινδύνους για τα εθνικά μας θέματα, σε μια περίοδο κατά την οποία η Τουρκία είναι ένας απρόβλεπτος και ανεξέλεγκτος διεθνής δρων.
Ο Νικόλαος Τζιφάκης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου