Ο αγώνας ενάντια στην προκατάληψη είναι δύσκολος και πολυεπίπεδος. Δεν αφορά μόνο τον ρατσισμό (δηλαδή την προκατάληψη στη βάση της φυλής ή του έθνους) ή τον σεξισμό (δηλαδή την προκατάληψη στη βάση του φύλου). Περιλαμβάνει την προκατάληψη ενάντια σε άτομα με βάση τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό, την ηλικία τους ή στη βάση μιας ψυχικής νόσου. Ισως η πιο αντιμετωπίσιμη μορφή της είναι ενάντια σε άτομα με αναπηρία, η οποία θεωρείται κοινωνικά απαράδεκτη στις περισσότερες περιοχές του κόσμου. Καταβάλλονται μάλιστα ιδιαίτερες προσπάθειες ώστε η αναπηρία να μην αποτελεί εμπόδιο στις ζωές των ανθρώπων. Στην Ελλάδα, βέβαια, χρειαζόμαστε περαιτέρω προσπάθεια ακόμη και στα βασικά, όπως είναι οι ράμπες για τις αναπηρικές καρέκλες ή η πρόβλεψη για ηχητικά σήματα για τυφλούς στα φανάρια.
Η προκατάληψη, όμως, δεν αφορά μόνο την έλλειψη προβλέψεων και παροχών. Λειτουργεί και σε ένα διαφορετικό, αφανές επίπεδο. Οι έρευνες δείχνουν ότι, ενώ οι άνθρωποι νιώθουν ότι οι ίδιοι δεν είναι προκατειλημμένοι ενάντια σε άτομα με αναπηρία, εντούτοις επιλέγουν να κάθονται μακρύτερα από αυτά όταν βρεθούν στον ίδιο χώρο ή τείνουν να αποφεύγουν την επικοινωνία μαζί τους. Αυτή η μορφή προκατάληψης ονομάζεται διάκριση αποστροφής απέναντι σε άτομα με αναπηρία (aversive disablism). Είναι συναφής μορφή προκατάληψης με τον ρατσισμό αποστροφής (aversive racism), που μελετάται από τη δεκαετία του 1980, κυρίως στις ΗΠΑ, από τον Dovidio και τους συνεργάτες του.
Μια από τις μελέτες της συγκεκριμένης ομάδας ερευνητών έδειξε, για παράδειγμα, ότι η επιλογή ενός λευκού έναντι ενός μαύρου υποψηφίου είναι ακριβοδίκαιη όταν δεν υπάρχει περιθώριο παρερμηνείας των προσόντων των υποψηφίων αλλά, όπου υπάρχει τέτοιο περιθώριο, παρατηρείται μια άδικη τάση προτίμησης των λευκών υποψηφίων. Αντίστοιχα ευρήματα έχουμε και για τα άτομα με αναπηρία. Εχει βρεθεί ότι στον χώρο εργασίας δεν υπάρχουν διακρίσεις σε ό,τι αφορά την αξιολόγησή τους όταν χρησιμοποιούνται σαφή κριτήρια, αλλά υπάρχει διάκριση σε ό,τι αφορά την εκτίμηση για την ανάγκη εκπαίδευσής τους ή τις προσδοκίες της μελλοντικής τους απόδοσης.
Από την πλευρά της κοινωνικής ψυχολογίας γίνεται συστηματική εργασία για να βρεθούν τρόποι αντιμετώπισης αυτού του είδους της προκατάληψης, όπως για παράδειγμα με την αύξηση της επαφής με άτομα με αναπηρία ή με την λιγότερο πατερναλιστική αντιμετώπισή τους. Καμιά φορά, όμως, όλες αυτές οι προσπάθειες μοιάζουν να είναι ψιλά γράμματα στον αγώνα κατά της προκατάληψης. Και αυτό γιατί η προκατάληψη δεν λαμβάνει πάντα αυτή την ελαφρώς πιο ήπια μορφή όπου τα άτομα με αναπηρία απορρίπτονται ασυνείδητα για φαινομενικά περιφερειακούς λόγους που δεν σχετίζονται με την αναπηρία τους. Αντιθέτως, απορρίπτονται συνειδητά ακριβώς για αυτή καθαυτήν την αναπηρία τους. Πρόκειται για την κλασική μορφή της προκατάληψης ως μιας ανοιχτά αρνητικής στάσης απέναντι σε μια κοινωνική ομάδα. Η εκ των προτέρων απόρριψη ενός ατόμου με αναπηρία γιατί δήθεν δεν πληροί τα κριτήρια της αριστείας, αποτελεί μια τέτοια ανοιχτή, προφανώς αρνητική, στάση.
Αυτή τη στάση εξέφρασε πρόσφατα ο κ. Γρηγοράκος κατά του κ. Κουρουμπλή, εξηγώντας ότι η τοποθέτησή του στη θέση του υπουργού Ναυτιλίας αποτελεί καταστρατήγηση της αριστείας καθότι, όντας τυφλός, δεν θα μπορούσε να επιβλέψει τον Σαρωνικό(!). Αντίστοιχη στάση είχε υιοθετήσει στο πρόσφατο παρελθόν και ο κ. Λαζόπουλος σε μια απόπειρα να επικρίνει τον τρόπο σκέψης του κ. Σόιμπλε λόγω της καθήλωσής του στο αναπηρικό καροτσάκι. Τέτοιες δηλώσεις είναι που μας κάνουν να αναστενάζουμε, να κάνουμε μια παύση και να ανασκουμπωνόμαστε. Οταν εκφράζονται τέτοιες θέσεις, συνειδητοποιούμε πόση δουλειά έχουμε ακόμη μπροστά μας.
Ο Αλέξης Αρβανίτης είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης