Πάρτε διαζύγιο από λανθασμένες πρακτικές του παρελθόντος, βάλτε φρένο δανεισμού στις κυβερνήσεις, τηρήστε τις δεσμεύσεις έναντι των εταίρων, κρατήστε αποστάσεις ασφαλείας ανάμεσα στο μαξιλάρι διαθεσίμων και τις προεκλογικές παροχές. Τα μηνύματα αυτά στέλνει μέσα από τη συνέντευξή της στα «ΝΕΑ», η αναπληρώτρια διευθύντρια του ινστιτούτου Bruegel Μαρία Δεμερτζή, βάζοντας σε πρώτο πλάνο των ενδεχόμενων εξωτερικών κινδύνων τις εξελίξεις στην Τουρκία, παρά στην Ιταλία. Την ώρα που η Ελλάδα αναζητεί παράθυρο ευκαιρίας για μια νέα έξοδο στις αγορές, η Μαρία Δεμερτζή επισημαίνει ότι η αξιοπιστία απέναντι στους εταίρους και τις αγορές παραμένει μικρή και αβέβαιη.
Πολλοί αναλυτές προβλέπουν έντονες αναταράξεις στις αγορές το φθινόπωρο με οδηγό κυρίως – αλλά όχι μόνο – την Ιταλία. Συμμερίζεστε αυτές τις εκτιμήσεις; Θεωρείτε πιθανή μια νέα κρίση στην ευρωζώνη;
Δεν είμαστε σε θέση να προβλέπουμε μια κρίση. Ωστόσο υπάρχουν δύο στοιχεία στο άμεσο μέλλον τα οποία συνιστούν πιθανές απειλές. Το πρώτο αφορά την πιθανότητα να υιοθετήσει η Ιταλία δημοσιονομικά μέτρα κατά παράβαση των υπαρχόντων κανονισμών, ένα γεγονός το οποίο μπορεί να αυξήσει τη νευρικότητα των αγορών. Εκτιμώ ότι καθώς έρχονται εκλογές τον Μάιο, ούτε η ιταλική κυβέρνηση ούτε οι ευρωπαϊκοί θεσμοί θα θελήσουν να υπάρξει μια σύγκρουση. Ακόμα περισσότερο πιστεύω ότι και οι δύο πλευρές θα προσπαθήσουν να αποφύγουν μια σύγκρουση. Από αυτή την άποψη δεν θεωρώ ότι αυτό είναι ένας σοβαρός κίνδυνος.
Το δεύτερο αφορά την οικονομική κατάσταση της Τουρκίας. Θεωρώ ότι η Ελλάδα είναι ευάλωτη όχι επειδή έχει οικονομική έκθεση στη χώρα, αλλά επειδή η Τουρκία αυξάνει τη νευρικότητα των αγορών επηρεάζοντας τις ευάλωτες οικονομίες όπως αυτή της Ελλάδας. Αυτός θεωρώ ότι είναι μεγαλύτερος κίνδυνος από τον πρώτο.
Στον βαθμό που επιβεβαιωθούν οι κίνδυνοι, ποιες θα ήταν οι επιπτώσεις για την Ελλάδα, δεδομένου ότι μετά την έξοδο από το τρίτο πρόγραμμα του ESM δεν έχει ανακτηθεί η πρόσβαση στις αγορές;
Πράγματι, η ανάκτηση πρόσβασης στις αγορές είναι και θα παραμείνει ακριβή και πιστεύω ότι δεν αποκαθιστά την ικανότητα της Ελλάδας να δανείζεται ελεύθερα. Θα χρειαστεί χρόνος για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη, είναι μια διαρκής διαδικασία η οποία απαιτεί από την Ελλάδα να επιδεικνύει με πειστικό τρόπο ότι έχει πάρει διαζύγιο από λανθασμένες πρακτικές του παρελθόντος. Η Ελλάδα θα παραμείνει ευάλωτη στις κινήσεις των αγορών μέχρι τότε, παρά τα μέτρα που έχουν ληφθεί.
ξεφύγει οριστικά η Ελλάδα από τον κύκλο των Μνημονίων;
Επισήμως η Ελλάδα έχει βγει από τα Μνημόνια, αλλά εξακολουθεί να βρίσκεται υπό αυστηρή εποπτεία από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Αυτός είναι ένας άλλος τρόπος για να πούμε ότι η Ελλάδα μέχρι να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις απέναντι στους δανειστές της δεν είναι ελεύθερη να αποφασίσει μόνη της το πώς θα ξοδέψει τα έσοδά της.
Οσο οι χρηματοδοτικές ανάγκες είναι καλυμμένες, βραχυπρόθεσμα, το πώς θα χρηματοδοτούνται είναι ένα δευτερεύων πρόβλημα. Το κράτος μπορεί να χρησιμοποιήσει το μαξιλάρι διαθεσίμων που πρέπει να αποπληρώσει ή μπορεί να χρησιμοποιήσει υπάρχοντες μηχανισμούς για να δανειστεί φτηνά.
Ωστόσο υπάρχουν διαφορές στις δεσμεύσεις. Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να διασφαλίσει ότι το μαξιλάρι διαθεσίμων θα χρησιμοποιηθεί πράγματι για αυτές τις ανάγκες και όχι για προεκλογικές παροχές. Η αξιοπιστία της Ελλάδας απέναντι στους εταίρους της ΕΕ και τις αγορές παραμένει μικρή και αβέβαιη. Δεν θα χρειαστεί πολύ για να στραφούν οι αγορές κατά της Ελλάδας, κάτι που πρέπει πάση θυσία να αποφευχθεί για να υπάρχει ελπίδα κατάργησης της εξάρτησης από τους δανειστές.
Τι θα σήμαινε για τις αγορές και την ίδια την ελληνική οικονομία, ακύρωση μεταρρυθμίσεων και αθέτηση συμφωνηθέντων μέτρων με τους δανειστές;
Θα συμβούλευα σθεναρά αντίθετα σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Η Ελλάδα πρέπει να κάνει τα ακόλουθα:
1. Να τηρήσει όλες τις υποχρεώσεις και να δείξει ότι λαμβάνει μέτρα τα οποία διαφυλάσσουν τις δεσμεύσεις.
2. Να συνεχίσει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Αυτό περιλαμβάνει την ανάληψη δράσης για τη βελτίωση των θεσμών, της δικαιοσύνης και της αποδοτικότητας του Δημοσίου.
3. Να εφαρμόσει μέτρα που θα διασφαλίζουν ότι η Ελλάδα δεν θα δανειστεί ποσό μεγαλύτερο από αυτό που έχει στα ταμεία. Καθώς θα χρειαστεί διάστημα για να αυξηθούν τα ταμειακά διαθέσιμα, θα πρέπει να υπάρξουν περιορισμοί στο πόσο μπορούν να δανείζονται οι κυβερνήσεις. Οι περιορισμοί αυτοί μπορούν να υιοθετηθούν με τέτοιο τρόπο, ώστε να δένονται τα χέρια κάθε κυβέρνησης στο μέλλον.