Κατά τη δεκαετία του 1970 εμφανίστηκε στη μεγάλη οθόνη ένας από τους πλέον αξιομνημόνευτους κινηματογραφικούς χαρακτήρες: ο επιθεωρητής Χάρολντ Φράνσις Κάλαχαν, παγκοσμίως γνωστός ως ο «Βρώμικος Χάρι» (Dirty Harry). Τον ερμήνευε με απαράμιλλο μπρίο ο Κλιντ Ιστγουντ. Επιτομή του cool ύφους, σε μια εποχή που το ίδιο το cool βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα. Μολονότι γυρίστηκαν μονάχα πέντε ταινίες με τον «Βρώμικο Χάρι» σε διάστημα δύο δεκαετιών, το μοντέλο του επιβλήθηκε σε μια πολυπληθή σειρά άλλων ταινιών και άλλων χαρακτήρων. Ηταν το μοντέλο του ήρωα που, στρατευμένος apriori με την πλευρά των Καλών, δεν χολοσκάει και τόσο για να τηρήσει το γράμμα του Νόμου. Εάν θέλαμε να παραφράσουμε και, φευ, να αλλοιώσουμε το νόημα της αλησμόνητης χατζιδάκειας ρήσης, θα λέγαμε ότι ο ήρωάς μας πιστεύει ότι δεν μπορείς να καταπολεμήσεις το Τέρας, εάν δεν είσαι διατεθειμένος να του μοιάσεις. Να χρησιμοποιήσεις τα δικά του μέσα και να επιδείξεις τη δική του ασπλαχνία. Η υιοθέτηση της εν λόγω τακτικής, εκτός του ότι ανοίγει διάπλατα την πόρτα στην επικράτηση της αυτοδικίας ως μοναδικής αποτελεσματικής λύσης για την απόδοση της δικαιοσύνης, κλείνει το μάτι και στον κοινωνικό φασισμό. Σε μια προσομοίωση του μέλλοντος, όπου η λογική του «Βρώμικου Χάρι» θα κυριαρχεί, οι θεσμοί του Κράτους Δικαίου δεν θα είναι παρά ένα μάτσο κουρελόχαρτα και τους δρόμους θα λυμαίνονται ανελέητες συμμορίες, με την καθεμία να φρονεί ότι μάχεται για να επιβάλει το Δίκαιο, όπως τουλάχιστον εκείνη το αντιλαμβάνεται. Ουπς. Οχι το ιδανικό περιβάλλον για να μεγαλώσεις το παιδί σου.
Ωστόσο, αν ακούσουμε τον συνήγορο του Διαβόλου, θα παραδεχτούμε ή έστω θα κατανοήσουμε γιατί, κάτω από ορισμένες ιστορικές συνθήκες, η καταφυγή στο μοντέλο «Βρώμικου Χάρι» είναι μονόδρομος. Κάτι ανάλογο πρέσβευε ο Γουίνστον Τσόρτσιλ. Για τον Τσόρτσιλ έχουν γραφτεί τα μύρια όσα – ότι ήταν ιδιοφυής, ότι ήταν αλκοολικός, ότι ήταν καταθλιπτικός, ότι ήταν ακάματος, ότι είχε ανεπτυγμένη στο έπακρο την αίσθηση του χιούμορ, συμπεριλαμβανομένου του αυτοσαρκασμού (χάρισμα εξαιρετικά σπάνιο σε μεγάλο ηγέτη) – αλλά ελάχιστες σελίδες, συγκριτικά, έχουν αφιερωθεί στην ιδιότυπη ασπλαχνία του. Το κενό έρχεται να καλύψει ο βρετανός ιστορικός Τζάιλς Μίλτον, ανάρπαστος στην Ελλάδα για μια σειρά από απολαυστικά βιβλία του, με πιο δημοφιλές ίσως το «Χαμένος παράδεισος», ένα συγκλονιστικό ανάγνωσμα για τη Μικρασιατική Καταστροφή. Στο πιο πρόσφατο «Ο ανορθόδοξος πόλεμος του Τσόρτσιλ» (εκδόσεις Μίνωας, 2017), ο Μίλτον εστιάζει στα «βρώμικα μέσα» που δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει ο Γουίνστον προκειμένου να κερδίσει τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ενα λεπτό. Οπως λένε οι φίλοι μας οι Αγγλοι, ας «μπούμε στα παπούτσια» του Τσόρτσιλ. Ας δούμε τον κόσμο με τα δικά του μάτια. Ο βασιλιάς Γεώργιος ΣΤ’ του Ηνωμένου Βασιλείου και ο πολιτικός κόσμος της χώρας παραδίδουν στον Γουίνστον την πρωθυπουργία με μισή καρδιά, τον Μάιο του 1940, στην «πιο σκοτεινή ώρα», αφού πριν έχουν εξαντλήσει όλες τις άλλες εναλλακτικές και με τη διόλου κολακευτική υστεροβουλία, αν κάποιος πρέπει σώνει και καλά να χρεωθεί την ήττα από τους Γερμανούς (μοιάζει αναπόφευκτη, εκείνη την περίοδο, στα μάτια των περισσοτέρων), ας την χρεωθεί ο πιο αντιπαθητικός ανάμεσά τους. Ο Τσόρτσιλ είναι κυριολεκτικά ανάδελφος. Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής επιμένουν στην ουδετερότητά τους και η Σοβιετική Ενωση, αλυσοδεμένη από τον Αύγουστο του 1939 με το αμοιβαία επωφελές σύμφωνο Μολότοφ – Ρίμπεντροπ, δεν σκοπεύει να πειράξει το ναζιστικό συνεταιράκι της, αν δεν την πειράξει πρώτα εκείνο. Η μισή Ευρώπη ήδη γερμανοκρατείται και, μέσα στους επόμενους κρίσιμους μήνες, θα κατακτηθεί σχεδόν όλη η υπόλοιπη. Αν και αγνοεί ακόμη το κωδικό της όνομα – «Επιχείρηση Θαλάσσιος Λέων» – ο Τσόρτσιλ γνωρίζει ότι η εισβολή των χιτλερικών στο νησί του είναι πλέον ζήτημα χρόνου κι επειδή ξέρει επίσης ότι, εκτός από τον ίδιο, έχει και η Ιστορία χιούμορ, μαύρο συνήθως, προετοιμάζεται για το πολύ σοβαρό ενδεχόμενο να διεξαγάγει έναν μακροχρόνιο ανταρτοπόλεμο στο έδαφός του, με τους συμπατριώτες του στον κόντρα ρόλο των ανταρτών. Τι πιο φυσικό λοιπόν από το να ζητήσει τα φώτα εκείνων που είχαν δοκιμάσει στο πετσί τους τον ανταρτοπόλεμο, επειδή ακριβώς είχαν κληθεί στο παρελθόν να καταστείλουν αντάρτικα κινήματα στις βρετανικές αποικίες; Μάθε τέχνη κι άσ’τηνε. Οι ανταρτοφάγοι και οι σαμποτέρ, από τη μια μέρα στην άλλη, αναδείχτηκαν στις πιο περιζήτητες ειδικότητες.
Ο Μίλτον ξεκαθαρίζει ευθύς εξαρχής ότι ο Τσόρτσιλ δεν συγκρότησε την ομάδα του ανορθόδοξου πολέμου. Η ομάδα υπήρχε ήδη από τον καιρό της πρωθυπουργίας του Νέβιλ Τσάμπερλεν, υπό την αρχηγία του εμπνευσμένου Κόλιν Γκάμπινς, μονάχα που φυτοζωούσε στο περιθώριο, με κανέναν υψηλόβαθμο κυβερνητικό παράγοντα να μην πιστεύει πραγματικά στον καταλυτικό ρόλο που θα μπορούσε να παίξει. Εκεί ήταν και η ειδοποιός διαφορά με την κατοπινή στάση του Τσόρτσιλ απέναντί της. Ο Τσόρτσιλ πίστεψε στις απεριόριστες δυνατότητές της, χαιρόταν σαν μικρό παιδί με κάθε καινούργια φονική ευρεσιτεχνία που του παρουσίαζαν, άνοιξε τους κρουνούς των κρυφών κρατικών κονδυλίων για την απρόσκοπτη χρηματοδότησή της και την προφύλαξε από όσους κυβερνητικούς μεμψίμοιρους ήταν πάντοτε έτοιμοι να γκρινιάξουν για την απανθρωπιά της και τις ανθρωποθυσίες της, όλους εκείνους που «θα προτιμούσαν να ηττηθούν σε έναν πόλεμο παρά να κάνουν οτιδήποτε που δεν θα ταίριαζε σε έναν απολύτως υποδειγματικό κύριο». Τρανταχτές παράτολμες επιτυχίες που σχεδίασε η/και εκτέλεσε η ομάδα σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη – όπως η δολοφονία του Ράινχαρντ Χάιντριχ στην Τσεχοσλοβακία, η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου στην Ελλάδα ή του εργοστασίου βαρέος ύδατος της Norsk Hydro στη Νορβηγία (το «κλειδί» για να κόψει πρώτη η Αμερική το νήμα στον ανταγωνισμό για την ατομική βόμβα) – δικαίωσαν aposteriori την επικίνδυνη επιλογή του Τσόρτσιλ.
Υπάρχει όμως κι ένα διδακτικό επιμύθιο. «Ακόμη και ο Γουίνστον Τσόρτσιλ», σχολιάζει ο Μίλτον στον επίλογό του, «κατ’ ιδίαν είχε αναγνωρίσει ότι πλέον [μετά τη λήξη του πολέμου] δεν υπήρχε θέση για μια οργάνωση η οποία εξειδικευόταν στις δολιοφθορές και τον ανταρτοπόλεμο […] “Φίλτατε Τοπ”, έγραψε ο Τσόρτσιλ, “ο ρόλος τον οποίο οι πονηρές ενέργειές σας παίζουν στον πόλεμο, στην ειρήνη δεν μπορεί καν να συζητηθεί”…». Σε περιβάλλον δημοκρατίας και ειρήνης δεν είναι ευπρόσδεκτες οι υπηρεσίες κανενός «Βρώμικου Χάρι». Αυτό ήταν το μήνυμα που έστειλε το γέρικο λιοντάρι λίγο αφότου κέρδισε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και λίγο πριν χάσει τις πρώτες μεταπολεμικές εκλογές από τον άγευστο, άχρωμο κι άοσμο Κλέμεντ Ατλι. Αυτό ήταν το τίμημα που πρόθυμα δέχτηκε να πληρώσει.