Πόσες φορές είχαμε την ευκαιρία να κρυφοκοιτάξουμε στα ελληνικά ανάκτορα του τέλους του 20ού αιώνα; Να «περιηγηθούμε» στα σαλόνια και τα γραφεία, να «περπατήσουμε» στους διαδρόμους, να «περιεργαστούμε» τη διακόσμηση; Και πόσες φορές καταφέραμε να «σεργιανίσουμε» στα καταστήματα της Αθήνας, να «σταθούμε» στις πλατείες και να παρακολουθήσουμε τις επιδείξεις δύναμης ή να παρατηρήσουμε έναν βοσκό που έχει αφήσει τα πρόβατά του στο λιμάνι, πλάι στις τσιμινιέρες των πλοίων;

Μια σπάνια βόλτα στον χρόνο και από το Φάληρο έως τον Πειραιά, αλλά και την Πάτρα έως την Κρήτη, ετοιμάζει για τους επισκέπτες του το Μουσείο Μπενάκη στον χώρο περιοδικών εκθέσεων της Πινακοθήκης Νίκου Χατζηκυριάκου – Γκίκα, επί της οδού Κριεζώτου. Εκεί όπου για πρώτη φορά όχι απλώς θα εκτεθούν, αλλά και θα τυπωθούν για χάρη της συγκεκριμένης παρουσίασής τους περί τα 30 από τα συνολικά 86 φωτογραφικά καρέ του Βρετανού Αλεξάντερ Λάμοντ Χέντερσον. Και μέσα από το βλέμμα του τιμηθέντος για τις υπηρεσίες του από τη βασίλισσα Βικτωρία της Βρετανίας και μέλους της Βασιλικής Φωτογραφικής Εταιρείας δημιουργού θα έχουμε την ευκαιρία να «δούμε» άγνωστες όψεις της Ελλάδας που χρονολογούνται πιθανόν από την περίοδο των Α’ Σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, του 1896, στην Αθήνα.

«Πρόκειται για ιδιαίτερες εικόνες ανάλογες των οποίων δεν έχουμε ξαναδεί, όπως είναι το εσωτερικό του σημερινού κτιρίου της Βουλής, που τότε φιλοξενούσε τα ανάκτορα και το εσωτερικό του Τατοΐου. Είναι σπάνιο υλικό» εξηγεί στα «Πρόσωπα» η υπεύθυνη του Φωτογραφικού Αρχείου του Μουσείου Μπενάκη, Αλίκη Τσίργιαλου, η οποία και επιμελείται την έκθεση.

Σήμερα μπορεί να μην κατατάσσεται στους πλέον γνωστούς φωτογράφους ο γεννημένος στο Εδιμβούργο στις 19 Αυγούστου του 1838  Αλεξάντερ Λάμοντ Χέντερσον. Στην εποχή του όμως ήταν σαφώς επιτυχημένος καθώς διέθετε ιδιόκτητο στούντιο στο Λονδίνο, υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Φωτογραφικού Σωματείου Λονδίνου και Περιφέρειας και του είχε απονεμηθεί ο τίτλος του βασιλικού φωτογράφου από τη βασίλισσα Βικτωρία. Κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής του διαδρομής ωστόσο δεν είχε αφοσιωθεί αποκλειστικά στις αναθέσεις του βρετανικού βασιλικού οίκου και της ίδιας της βασίλισσας, η οποία του είχε μεταξύ άλλων ζητήσει ένα πορτρέτο της σε πορσελάνη για να το τοποθετήσει σε καρφίτσα. Διέθετε εξίσου τον χρόνο του σε εμπορικές δουλειές που προέκυπταν συχνά από τα ταξίδια του σε χώρες όπως οι Γαλλία, Ισπανία, Αυστραλία,  Αίγυπτος, Τουρκία, Πορτογαλία και βεβαίως η Ελλάδα.

«Οι συγκεκριμένες φωτογραφίες που ανήκουν στο Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη, πιστεύω ότι είναι προσωπικές και τις τράβηξε συνοδεύοντας κάποιο μέλος της βρετανικής βασιλικής οικογένειας, το οποίο επισκέφθηκε την Αθήνα είτε για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896, είτε για τη Μεσολυμπιάδα του 1906. Διαφορετικά δεν θα μπορούσε να έχει πρόσβαση σε χώρους όπως τα ανάκτορα στην Αθήνα ή το Τατόι», εκτιμά η Αλίκη Τσίργιαλου, η οποία διευκρινίζει ότι η μελέτη του υλικού βρίσκεται ακόμη σε πρώιμο στάδιο και ότι κάθε νέο στοιχείο μοιάζει με «χαμένο κομμάτι ενός παζλ που βοηθά να αποκαλυφθεί πλήρως η εικόνα».

ΡΟΜΑΝΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ. Ποια είναι τα στοιχεία που κάνουν τα καρέ του Αλεξάντερ Λάμοντ Χέντερσον να ξεχωρίζουν; «Πρώτον, το βλέμμα του. Διαθέτει μια καθαρή και ρομαντική ματιά. Τα κάδρα του διαθέτουν αρχιτεκτονική οπτική. Είναι μελετημένα. Προσέχει ποια προοπτική θα δώσει σε κάθε εικόνα, χωρίς όμως να τις σκηνοθετεί. Είναι αυθόρμητες. Αντίστοιχα στιγμιότυπα από την καθημερινή ζωή της Αθήνας έχουμε μόνο στις στερεοσκοπικές λήψεις των απεσταλμένων του πρακτορείου Underwood & Underwood», επισημαίνει η Αλίκη Τσίργιαλου.

Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους είναι ωστόσο η υψηλή ποιότητα των γυάλινων διαφανειών μεσαίου φορμάτ. «Πρέπει ο Αλεξάντερ Λάμοντ Χέντερσον να είχε καλό εξοπλισμό, αλλά και η επεξεργασία των γυάλινων πλακών είναι εξαιρετική. Καθεμία είναι αριθμημένη και φέρει με μελάνι στοιχειώδη υπομνηματισμό σχετικά με την τοποθεσία που έχει γίνει η κάθε λήψη», προσθέτει η επιμελήτρια της έκθεσης. «Είναι ιδιαιτέρως σημαντικό το ζήτημα της ποιότητας διότι οι φωτογραφίες των ερασιτεχνών υστερούν επειδή δεν είχαν μάθει -τουλάχιστον ώς το 1898 – να χειριστούν την κάμερα χωρίς τρίποδο, καθώς μόλις δέκα χρόνια κυκλοφορούσαν μηχανές που δεν βασίζονταν σε ανάλογο εξοπλισμό στήριξης. Κι αντίστοιχα στιγμιότυπα από επαγγελματίες δεν έχουμε, με εξαίρεση ίσως εκείνα των αδελφών Ρωμαΐδη, οι οποίοι φωτογράφιζαν εκτεταμένα όψεις της Αθήνας του 19ου αιώνα για να δημιουργήσουν ένα είδος καρτ ποστάλ της εποχής με τη μέθοδο της κολλοτυπίας, η οποία επέτρεπε φτηνές και ευρείας κατανάλωσης εκτυπώσεις», λέει η Αλίκη Τσίργιαλου για το αρχείο που έφτασε στα χέρια του Μουσείου Μπενάκη από τύχη. «Ο δωρητής δεν ήταν κάποιος άνθρωπος που ασχολούνταν εις βάθος με τη φωτογραφία. Πρόκειται για έναν Ελληνα που ζούσε στη Βρετανία και έτυχε να το αποκτήσει και εν συνεχεία αποφάσισε να μας το χαρίσει».

 Είναι όμως πραγματικά σπουδαία τύχη, διότι έχουν σωθεί ελάχιστα δείγματα από το έργο του Αλεξάντερ Λάμοντ Χέντερσον. Κι αυτό διότι μετά τον θάνατό του, το 1907, το σύνολο της δουλειάς του δωρήθηκε στο μουσείο Guildhall του Λονδίνου, με εξαίρεση ένα μικρό σχετικά μέρος που κράτησε ο εγγονός του. Κατά τη διάρκεια όμως του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μια βόμβα έπληξε το μουσείο Guildhall καταστρέφοντας εντελώς το περιεχόμενό του. Οι προσωπικές φωτογραφίες που είχαν παραμείνει στην οικογένεια αποτελούν και τα μοναδικά σχεδόν σωζόμενα δείγματα της δουλειάς του. Ογδόντα έξι εξ αυτών πέρασαν στο Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη, ενώ 124 ακόμη πλάκες ανήκουν στο μουσείο Vicentes στη Μαδέρα της Ισπανίας.

info

H έκθεση με τον προσωρινό τίτλο «Αλεξάντερ Λάμοντ Χέντερσον» προγραμματίζεται να εγκαινιαστεί την 1η Δεκεμβρίου, στις 20.00, στην Πινακοθήκη Γκίκα (Κριεζώτου 3). Εως 4 Μαΐου 2019