Συνομιλώντας με τον Ηλία Παπαδημητρακόπουλο στο σπίτι του, στη Νάουσα της Πάρου, για τα νεκροταφεία της Ελλάδος και τις σχέσεις μεταξύ τους, έγινε αναφορά σε ένα από τα νεκροταφεία του νησιού στις Λεύκες, με τους περίτεχνους σταυρούς και τον πλούτο των διακοσμητικών στοιχείων. Σε έναν σταυρό του κοιμητηρίου από παριανό μάρμαρο, το οποίο έχει τη μοναδική ιδιότητα να εκπέμπει φως σε αντίθεση με τα άλλα μάρμαρα που το αντανακλούν ή το διαχέουν, υπάρχει ανάγλυφο ένα πουλί που τρυγά έναν κρίνο, ως μνεία της αιώνιας ζωής.
Στην τελευταία μετάβασή μου στη Μονή Ιβήρων, όπου εναπόθεσα στο οστεοφυλάκιο της ιεράς μονής τα λείψανα του φίλου μου ζωγράφου Γιάννη Ζήκα, μετά την ανακομιδή του από τα κοιμητήρια της Αναστάσεως της Θεσσαλονίκης, το «ξεσταύρωμα», όπως ονόμαζαν την ανακομιδή οι λαϊκοί άνθρωποι στον τόπο μας πριν από τον πόλεμο, είχα την αίσθηση ότι το εσωτερικό τοπίο του Αγίου Ορους, ο πνευματικός του πυρήνας, μένει αναλλοίωτος, παρά το πλήθος των επισκεπτών και τα πολυάριθμα οχήματα που κυκλοφορούν στους δρόμους που έχουν χαραχτεί. Οτι το Αγιον Ορος παραμένει μια νοητή ναυς που έμφορτη από μνήμες συνεχίζει τον πλου της μέσα στον χρόνο, μέσα στους αιώνες, όντας ταυτοχρόνως έξω από τον χρόνο. Αυτές οι μνήμες είναι που παρέχουν ζωή με περισσή δαψίλεια σε όσους τρέφονται από το πνεύμα του Αγίου Ορους. Κάθε Σάββατο, στο οστεοφυλάκιο της Ιβήρων ψάλλεται επιμνημόσυνος δέηση, στην οποία μνημονεύονται όλα τα ονόματα των αποδημησάντων αδελφών, σαν να μην έχει καθόλου διακοπεί η παρουσία τους στη ζωή της μονής.
Σε μια οδοιπορία στη Μονή Σταυρονικήτα με τον Νίκο Πεντζίκη, είχα μπει στο οστεοφυλάκιο, στο κοιμητήριο της μονής, κι εκείνος, χάριν παιδιάς, έκλεισε την πόρτα την ξύλινη του οστεοφυλακίου και έβαλε από πίσω το μπαστούνι του για να μην μπορώ να βγω. Εμεινα αρκετές στιγμές στο σκοτάδι, στα κατακλείδια της γης, περιτριγυρισμένος από τα λείψανα και τις κάρες των αδελφών της μονής. Kαι θυμήθηκα το περιστατικό που του είχε διηγηθεί ο Στρατής Δούκας, και μου το είχε πει, για τον ερωτισμό που τον κατέκλυσε όταν κατέβηκε στο υπόγειο μιας μεταβυζαντινής εκκλησίας της Καστοριάς όπου φυλάγονταν λείψανα, μετά την κάθοδό του από τις περιπλανήσεις του στις ράχες του Βοΐου που περιγράφει στον «Οδοιπόρο».
Τέτοιες κρύπτες με λείψανα είχα επισκεφτεί κι εγώ σε μεταβυζαντινούς ναούς της πόλης, καθώς εκεί εναποτίθεντο τα οστά των κεκοιμημένων κατά την Τουρκοκρατία. Στον ναό των Ταξιαρχών Καστοριάς, ανοίγοντας την εξώθυρα, βρέθηκα κατευθείαν στον γυναικωνίτη. Το δάπεδο του κυρίως ναού είναι πολύ πιο κάτω απ’ το επίπεδο του δημόσιου δρόμου. Κατεβαίνοντας τις πέτρινες, σκοτεινές σκάλες σε μια εσοχή στην άκρη του δαπέδου, βρέθηκα σε έναν χώρο όπου υπήρχαν κάσες στοιβαγμένες γεμάτες κόκαλα. Μερικές ήταν ανοιχτές, φαίνονταν δύο και τρία κρανία θηκιασμένα μαζί. Ζωγραφισμένες με λουλούδια, είχαν σταυρό ή έγραφαν και το όνομα του ανθρώπου που έζησε. Φεύγοντας άναψα ένα κερί στο τενεκεδένιο κουτί με το χώμα, δίπλα στα λείψανα.
Ως άνθρωποι που ξοδευόμαστε για να αγκαλιάσουμε τη ζωή, πιστεύουμε πως οι νεκροί σιωπούν και θα σιωπούν για πάντα ό,τι κι αν λέμε γι’ αυτούς, με όποιον τρόπο κι αν τους αντιμετωπίζουμε. Ομως αν κάποια στιγμή αισθανθούμε πως οι νεκροί εισέρχονται στη ζωή μας και παρουσιάζονται ως ίσοι προς ίσους, τότε ποια γλώσσα θα μιλήσουμε; Λογαριάζοντας τις νοητές αποστάσεις που καθορίζουν τις ανθρώπινες διάνοιες, καταλαβαίνω πως κινούμαστε ο καθένας σε διαφορετική χρονική τάξη, κι ας ζούμε την ίδια εποχή. Μπορεί να συμπίπτουμε χρονικά, αλλά πόσοι ζουν πραγματικά το παρόν; Πόσοι παραιτούνται από τα σχήματα του παρελθόντος για να υπάρξουν στο νυν και αεί; Ο αγώνας και η προσπάθεια να αποκτήσει κανείς υπόσταση εν τω κόσμω απομακρύνει τη δυνατότητα να αποκτήσει υπόσταση πραγματική. Ο κόσμος ως κτίσμα δεν μπορεί να αυτοπροσδιοριστεί, γι’ αυτό και ο δικός μας προσδιορισμός με αναφορά στον κόσμο δεν έχει νόημα.
Η φράση του Νικολάου Καβάσιλα «Ημείς νικώμεν νικώντων των άλλων» δίνει ένα εντελώς διαφορετικό νόημα στην ύπαρξη. Πέρα από κάθε διεκδίκηση, πέρα από κάθε ανταγωνισμό, πέρα από κάθε αντιπαλότητα, υπάρχει η βεβαιότητα μιας νίκης επί ενός άλλου επιπέδου ζωής, και ο εαυτός μας λαβαίνει μιαν άλλη υπόσταση.
Αναζητώ τον Εαυτό και είναι τα ποτάμια. Γυρεύω το Πρόσωπο και είναι η λίμνη Ορεστιάδα και τα νερά. Η λίμνη, ένδον οφθαλμός, προσφέρει Προσώπου όραση. Δεν ανήκω σ’ αυτούς που τίποτα δεν τους συνέβη, που η ζωή τους είναι αποτέλεσμα  γεγονότων εξωτερικών, που δεν έχουν μάτια για να δουν και αφτιά για ν’ ακούσουν. Λόγια νεκυίων ανθίζουν στο στόμα μου, λιθάρια που διψούν λαλιά. Ψάχνω στις κινήσεις του πυθμένα και του βυθού, στα χερσοποτάμια, ποταμολιμναία, λιμναία ιζήματα, τη μορφή που αιώνες εντός μου σμιλεύεται, που στον αιώνα υπάρχει και εκ του τάφου θα ανακληθεί, όταν ακουστεί το νικητήριο σάλπισμα.
Κατά την τελευταία επίσκεψή μου στο κοιμητήριο του Μελισσοχωρίου Θεσσαλονίκης, ανάβοντας τα κεριά και το θυμίαμα που είχα μαζί μου στο μνήμα της Ολγας, μου δημιουργήθηκε η αίσθηση πως ένα μέρος του εαυτού μου συγγενεύει άμεσα με τους πεθαμένους. Φεύγοντας απ’ το κοιμητήριο, είχα την εντύπωση πως οι κινήσεις μου, το φως των κεριών και η οσμή απ’ το θυμίαμα είχαν γίνει αντιληπτά απ’ τους νεκρούς, είχαν συλληφθεί απ’ τις κρυφές τους αισθήσεις.