Ας μου επιτραπεί κάτι προσωπικό για να ξεκινήσω το σημερινό μου σημείωμα. Ηταν αρχές Σεπτεμβρίου του 1968, ακριβώς 50 χρόνια πριν, όταν τρεις κύριοι με πολιτικά, αφού αναστάτωσαν το σπίτι μας, σκόρπισαν τη βιβλιοθήκη, με οδήγησαν στην οδό Μπουμπουλίνας, όπου σήμερα το υπουργείο Πολιτισμού, και βρέθηκα σ’ ένα κελί συγκρατούμενος με τον αείμνηστο και αργότερα φίλο καθηγητή Βασίλη Φίλια. Δεν θα μείνω σε άλλα προσωπικά δεδομένα. Ο ανακριτής επί των «πνευματικών» ανθρώπων για να στηρίξει την «κατηγορία» του μου παρουσίασε ένα φύλλο από μαθητικό τετράδιο όπου ο σπιούνος κατέδιδε ότι ως καθηγητής σε φροντιστήριο έλεγα αυτά κι αυτά! Το λάθος του ανακριτή με έσωσε από τα χειρότερα, διότι η πρώτη μου αντίδραση στο περιεχόμενο της καταγγελίας ήταν το δασκαλίστικο σύνδρομο. Διαπίστωσα πως ο σπιούνος μου είχε κάνει οκτώ ορθογραφικά λάθη «τεκμηριώνοντας» την καταγγελία του.
Ετσι, αντί να απολογηθώ για το περιεχόμενο, έμεινα στη «μορφή» της καταγγελίας λέγοντας στον ανακριτή μου (είπαμε, ειδικός στα «πνευματικά») πως δεν μπόρεσαν ούτε ως καθεστώς να βρούνε έστω εγγράμματους σπιούνους! Τέλος τα προσωπικά.
Ας μιλήσουμε σήμερα γι’ αυτά τα σκιώδη πρόσωπα, θα έλεγα τις απρόσωπες φιγούρες που συχνά εμφανίζονται στη σκιά στη ζωή μας και συχνά καθορίζουν την πορεία της, βάζοντας εμπόδια, τρικλοποδιές, σκάβοντας λάκκους, ανοίγοντας τάφους, συκοφαντώντας, διαστρεβλώνοντας ιδέες, ψευδομαρτυρώντας, ρίχνοντας δηλητήριο στο ποτήρι των θυμάτων τους, τραβώντας τη σκάλα, αν τύχει και ο στόχος τους είναι ταλαντούχος και ανεβαίνει στα ψηλά πατώματα του κοινωνικού οικοδομήματος. Η παγκόσμια λογοτεχνία, πεζογραφία, ποίηση, θέατρο έχουν μια απέραντη πινακοθήκη από αυτές τις στρεβλές ανθρώπινες υπάρξεις. Αλλά γιατί να καταφεύγουμε πάντα στην τέχνη, όταν η ίδια η ζωή, που εξάλλου τροφοδοτεί την τέχνη, μας φέρνει συνεχώς αντιμέτωπους με αυτά τα υποκείμενα. Ποιος από μας που βιώσαμε και τις εμπειρίες της Κατοχής, οι οποίες σημάδεψαν και καθόρισαν και τα ηθικά μας κριτήρια για τον Ανθρωπο, μπορεί να διαγράψει από τη μνήμη του τους κουκουλοφόρους καταδότες των ελλήνων πατριωτών. Πίσω από κάθε κουκούλα κρυβόταν πιθανόν ο γείτονας, ο συνάδελφος στο γραφείο, ο επαγγελματίας ανταγωνιστής, ο ζηλιάρης συμμαθητής, ο ηττημένος συνδικαλιστής, ακόμη και ο ερωτικά απορριμμένος αντεραστής. Ολες αυτές και άλλες τόσες παραπλήσιες περιπτώσεις εκμεταλλεύτηκε η τέχνη για να συγκροτήσει τα πορτρέτα των καταδοτών, των σπιούνων, των συκοφαντών, των ψευδομαρτύρων, των φθονερών και των ζηλόφθονων, αλλά και των ατάλαντων, των ψυχικά μειονεκτούντων.
Το μυαλό μας, βέβαια, συνήθως πάει και βρίσκει τα πλέον γνωστά λογοτεχνικά ή θεατρικά πρότυπα των δόλιων αυτών ανθρώπινων τύπων. Και πριν απ’ όλα τον σαιξπηρικό Ιάγο στον «Οθέλλο». Εχω παρατηρήσει πως δυσκολότερα ένας ηθοποιός μπορεί να φτάσει σε βάθος στον ψυχισμό του Οθέλλου, παρά του Ιάγου. Ισως γιατί ο Ιάγος είναι πιο προσιτός στην καθημερινή μας εμπειρία και η ποικιλία των εκδοχών και των μεθόδων του είναι διαθέσιμη στον στενό ή στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο του ηθοποιού που σκοπεύει να τον ενσαρκώσει.
Εξάλλου ο καθένας μπορεί να κατανοήσει την ερωτική ζήλεια που φτάνει στο έγκλημα του μελαψού ήρωα του Σαίξπηρ, να καταλάβει τα κίνητρά του, αλλά στον καθένα αποτελεί απεχθές παράδειγμα αντίδρασης και σχεδίου βίου ο Ιάγος. Παρ’ όλα αυτά, «παίζεται» πάντα με ευστοχία, όχι βέβαια, όπως θα μπορούσε να υποθέσει κάθε κακοπροαίρετος, διότι μέσα στον καθένα μας υπάρχει και ένας Ιάγος, αλλά διότι η ζωή μάς τροφοδοτεί συνεχώς με ποικίλο υλικό αρνητικών χαρακτήρων, στο στενό μας περιβάλλον, στο επάγγελμα, στην κοινωνία, στην επιστήμη, στην εκπαίδευση και στον… δρόμο.
Υπήρξα για πολλά χρόνια δάσκαλος και χρειάστηκε πολλές φορές να αντιμετωπίσω πράξεις και συμπεριφορές μαθητών μου ποινικώς κολάσιμες. Ομως δεν μπόρεσα ποτέ να συγχωρήσω τον σπιούνο συμμαθητή, την προδότρα συμμαθήτρια που σήκωνε το χέρι για να «μαρτυρήσει» τον ένοχο συμμαθητή!
Φαίνεται πως ο θεολογικός μύθος της Αυγής εκείνης στον Παράδεισο, όπου η Εύα διαπίστωσε πως ο όφις την ηπάτησε, διαρρέει αιωνίως τη ζωή των ανθρώπων, όποιας θρησκείας, φυλής, φύλου, μόρφωσης, επαγγέλματος, οικονομικής ισχύος.
Η λογοτεχνία στα μεγάλα της κείμενα και το θέατρο στους μεγάλους του ρόλους έχουν καταγράψει τα κίνητρα, τα αίτια, τα ένστικτα που οδηγούν έναν άνθρωπο να γίνει Ιάγος, όφις, κουκουλοφόρος, καταδότης, συκοφάντης, επίορκος, ζουλιάρης (όχι ζηλιάρης), μοχθηρός, υπονομευτής.
Στην έξοχη παράδοση του δημοτικού μας τραγουδιού συνήθως ο Χάρος ανδροκαλιέται με τον Διγενή και παλεύουν στα μαρμαρένια αλώνια. Υπάρχει όμως και μια παραλλαγή όπου ο Χάρος ζηλεύει τον Διγενή και με «χωσιά» μακριά τόνε βιγλίζει και τον πυροβολεί.
Ο μέγας Κάλβος στην «Ωδή εις προδότην» έχει μια έξοχη και λιτή στη γυμνότητά της εικόνα για να τον χαρακτηρίσει:
«Εγύρισε τες πλάτες του /
φεύγει, φεύγει ο προδότης».
Αυτές οι γυρισμένες πλάτες είναι το σύμβολο της κάθε προδοσίας. Γυρισμένες πλάτες, κουκούλες, προσωπεία, ψιμύθια, αλλά πολύ συχνά και ανοιχτές αγκάλες, χαμόγελα, ερωτικά παιχνιδίσματα των βλεφάρων, όλες οι παγίδες που επιστρατεύει η υποκρισία για να ναρκώσει το θύμα της.
Εχετε δει, ελπίζω, ντοκιμαντέρ με γητευτές φιδιών. Ετσι και ο σπιούνος, ο καταδότης, υποκρίνεται τον φίλο, τον συνάδελφο, συχνότατα τον συναγωνιστή στη διαδήλωση, στην απεργία όπου τάχα προπορεύεται, δείχνει τον δρόμο, προκαλεί (ο προκαλών διεθνώς ονομάζεται προβοκάτορας) και την κατάλληλη στιγμή υποχωρεί και σε αφήνει έκθετο στον εχθρό, τον αντίπαλο στον οποίο σε έχει υποδείξει.
Πολλές φορές σκέφτομαι πως έχω φάει και πιει στο ίδιο τραπέζι με συναδέλφους, συνεργάτες, ομοτέχνους, συνοδοιπόρους που με κατέδωσαν.
Θυμάμαι πόσο είχα συμπλεύσει με τους μακαρίτες σπουδαίους ιστορικούς μας, τον Σβορώνο και τον Φίλιππο Ηλιού, που είχαν κάθετα διαφωνήσει με την καύση των φακέλων της Ασφάλειας, αφού έδινε συγχωροχάρτι στους καταδότες και μας στερούσε από την επίκληση των αγώνων μας σε δύσκολους καιρούς διώξεων.
Ξαναγυρίζω στην αρχή. Οταν ο ασφαλίτης της χούντας μού έδειξε το σημείωμα, το ανορθόγραφο, του καταδότη, έπαθα καθίζηση, διότι αυτός ο άνθρωπος ήταν «μαθητής» μου, καθόταν μαζί με τα άλλα παιδιά, φανατικά για γράμματα, στα ίδια έδρανα. Πώς θα ξανάμπαινα σε τάξη; Ηξερα έως τότε πως όταν ανέβαινα στην έδρα και έκλεινε η πόρτα της αίθουσας διδασκαλίας ήμουν εγώ και τα παιδιά «μου». Δεν μπορούσα να συμβιβαστώ με την ιδέα πως κάποιος έμμισθος (;) ή φανατικός καιροφυλακτούσε στήνοντας παγίδες.
Ο μακαρίτης φίλος, έξοχος πεζογράφος και εκπαιδευτικός Χριστόφορος Μηλιώνης έχει γράψει ένα διήγημα (σε βραβευμένη συλλογή) που έχει τον τίτλο «Ο σπιούνος μου» και καταγράφει εκεί πως όταν έγινε εκπαιδευτικός σύμβουλος (όπως οι παλαιοί επιθεωρητές), τον ακολουθούσε, όταν έβγαινε από το σπίτι του, ένας άγνωστός του με μηχανάκι που ειδοποιούσε τους συνδικαλιστές των σχολείων που είχε στην εποπτεία του να μην τον δεχτούν αν πλησιάσει την αυλή του σχολείου.
Εκτοτε πέρασαν 38 χρόνια και σύμβουλος εκπαιδεύσεως δεν έχει μπει σε τάξη σχολείου, πράγμα που σημαίνει πως εκπαιδευτικοί που διορίστηκαν τότε και έχουν ήδη συνταξιοδοτηθεί δεν έμαθε ποτέ κανείς αν και πόσο έκαναν τη δουλειά τους! Ο σπιούνος του Μηλιώνη δεν πήρε ποτέ σύνταξη!