Τα πολιτιστικά περιοδικά έχουν διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της δημόσιας σφαίρας στην Ευρώπη αλλά και πέρα από αυτήν. Στη Γερμανία αυτή την περίοδο το Working Group on Periodicals Research, μια ομάδα θεωρητικών από όλο τον κόσμο, καταγράφει την ιστορία τους. Ανάμεσά τους και η αρχιτέκτονας και θεωρητικός Μπεατρίς Κολομίνα με την πολύχρονη έρευνά της για τα περιοδικά αρχιτεκτονικής. «Οι κινητοποιήσεις που συνέβαιναν στους δρόμους των πόλεων τα χρόνια του ’60 και του ’70 συμπίπτουν με μια σειρά από αλλόκοτες ουτοπίες που εμφανίστηκαν το ίδιο διάστημα στα χαμηλού κόστους και μικρής κυκλοφορίας αρχιτεκτονικά περιοδικά των δεκαετιών του 1960 και του 1970. Χωρίς τους περιορισμούς της χρηματοδότησης και της σύμβασης, το είδος αναδείχτηκε σε πλατφόρμα πειραματικού σχεδιασμού αλλά και συζήτησης». Αυτά τα περιοδικά αρχιτεκτονικής στα οποία η Κολομίνα αναφέρεται άλλοτε ως «αρχιτεκτονική στο χαρτί» και άλλοτε ως «φορητές ουτοπίες» συνέβαλαν στην πρόοδο της αρχιτεκτονικής νεωτερικότητας.
Τα μικρού σχήματος περιοδικά είναι πάντα μια μικρή ουτοπία, ένα μαζικής παραγωγής φορητό σύμπαν. Οι αρχιτέκτονες χρησιμοποίησαν τα περιοδικά ως χώρο πειραμάτων μέσα στον οποίο παράγονται έργα, ενώ οι εικόνες τους διασκορπισμένες σε όλο τον κόσμο σε πολλαπλά αντίγραφα θεωρούνταν ότι είναι πιο σημαντικές από οποιοδήποτε έργο που κατασκευάζεται στους δρόμους. Ακόμη και ο σχεδιασμένος χώρος αυτών των σελίδων είναι ο ίδιος ένα συλλογικό έργο που κυκλοφορεί ως πρόκληση, μια εκστρατεία ενάντια στον κανόνα. Στα περιοδικά των αρχιτεκτόνων η φόρμα τους αποτελεί το κυρίως περιεχόμενό τους.
Η ιστορία της πρωτοπορίας στην τέχνη, στην αρχιτεκτονική και στη λογοτεχνία δεν μπορεί να διαχωριστεί από τη σχέση της με τα μίντια. Και δεν είναι μόνο επειδή οι αβανγκάρντ δημιουργοί χρησιμοποίησαν τα μέσα ενημέρωσης για να προβάλουν το έργο τους. Απλά η δουλειά τους δεν υπήρχε πριν από τη δημοσίευσή της σε αυτά τα μέσα.
Ο αρχιτέκτονας ως έργο τέχνης
Το κίνημα του φουτουρισμού, γράφει η Κολομίνα, δεν υπήρχε πριν από τη δημοσίευση του «Φουτουριστικού Μανιφέστου» το 1901 στη γαλλική εφημερίδα «Le Figaro». Ο αρχιτέκτονας του μοντερνισμού Αντολφ Λόος ήταν ανύπαρκτος έως τη στιγμή που τα γραπτά του τυπώνονταν στις σελίδες εφημερίδων και στο δικό του μικρό έντυπο «Das Andere» (1903). Αντίστοιχα και ο Λε Κορμπιζιέ αναδύθηκε χάρη στην έκδοση του «L’ Esprit Nouveau» (1920-25), μέσα από το οποίο στη συνέχεια προέκυψαν τα βιβλία του που συνόψιζαν τα έργα και τις θεωρίες του: «Προς μία αρχιτεκτονική», «Πολεοδομία», «Η διακοσμητική τέχνη του σήμερα», «Αλμανάκ».
Ακόμη και ένας αρχιτέκτονας όπως ο Μις βαν ντερ Ρόε, ο οποίος αναδύεται κυρίως μέσα από την αρχιτεκτονική κατασκευή και τις τεχνικές, δεν υπήρχε στην πραγματικότητα χωρίς το «G», το περιοδικό στο οποίο ήταν μέλος, και τα πολλά μικρά περιοδικά όπου συμμετείχε δημιουργικά, όπως τα «Frühlicht» και «Merz».
Η φορητή ουτοπία των εντύπων γινόταν ένας αληθινός χώρος αρχιτεκτονικής κατασκευής. Και ο Μις βαν ντερ Ρόε είναι κλασικό παράδειγμα: η θέση του στην ιστορία της αρχιτεκτονικής ως μια ηγετική μορφή του μοντερνισμού προέκυψε όχι από χτισμένα έργα, αλλά από πέντε σχέδια που δημοσίευσε σε περιοδικά στις αρχές της δεκαετίας του ’20: τον Ουρανοξύστη στη Φρίντριχστράσε (1921), τον Γυάλινο Ουρανοξύστη (1922), το Κτίριο Γραφείων από ενισχυμένο σκυρόδεμα (1923) και τις κατοικίες από σκυρόδεμα και τούβλα το 1923 και το 1924. Τα αρχιτεκτονικά σχέδια του Μις αποτελούσαν ενιαίες συνθέσεις με τις σελίδες των περιοδικών που έβγαζε.
Η Μπεατρίς Κολομίνα το 2010 στην έκθεση που επιμελήθηκε με τίτλο «Clip/Stamp/Fold» υποστήριξε την άποψή της ότι ο απόηχος αυτών των αβανγκάρντ εκδόσεων της νεωτερικότητας επαναλήφθηκε στα ριζοσπαστικά αρχιτεκτονικά έντυπα των δεκαετιών του ’60 και του ’70.
Το «μικρό περιοδικό» είναι ένας αγγλοσαξονικός όρος που χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να περιγράψει μικρές πρωτοποριακές λογοτεχνικές εκδόσεις, της δεκαετίας του 1910 και της δεκαετίας του 1920. Ο όρος μεταφέρθηκε στην αρχιτεκτονική στη δεκαετία του 1970 για τα περιοδικά όπως το «Archigram» και το «Clip Kit».
Εκείνα τα «μικρά περιοδικά» της αρχιτεκτονικής ήταν μικρής κυκλοφορίας αυτοεκδόσεις που συχνά δημιουργήθηκαν χωρίς προϋπολογισμό, κάπως αυθαίρετα, πάνω σε τραπέζια κουζίνας ή σε φοιτητικές αίθουσες. Ωστόσο έθεσαν την υποδομή για να φιλοξενήσουν τις αλλαγές που έφερνε η εποχή τους.
Το «Archigram», για παράδειγμα, ήταν απλά ένα μικρό φυλλάδιο που δημιουργήθηκε στην κουζίνα του Πίτερ Κουκ. Και ύστερα από χρόνια ο ίδιος σχημάτισε την κουλ ομάδα νέων αρχιτεκτόνων μαζί με τους Μάικ Γουέμπ, Ντένις Κρόμπτον, Ρον Χέρον, Ντέιβιντ Γκριν. Η ονομασία του «Archigram» είχε αφετηρία την έννοια του τηλεγραφήματος, θεωρώντας ότι η αρχιτεκτονική ήταν το νέο σύστημα επικοινωνίας. Το ίδιο διάστημα, και άλλοι πειραματικοί τίτλοι έκαναν την εμφάνισή τους, όπως τα «Metabolist», «Antfarm», «Superstudio», «Archizoom», «Haus Ruker Co», προκαλώντας την ανανέωση της αρχιτεκτονικής. Ανάμεσα στους τίτλους της ριζοσπαστικής αρχιτεκτονικής σκέψης η Κολομίνα προσθέτει και το περιοδικό «Ecistics / Οικιστική» του Κωνσταντίνου Δοξιάδη που κυκλοφόρησε εκείνη την εποχή.
Και επισημαίνει πως η συμβολή τους στη θεωρία, στον διάλογο, στην κατασκευή σχετίζεται με το γεγονός ότι από εκείνα τα χρόνια των πειραματισμών της αρχιτεκτονικής προέκυψαν οι βάσεις για όλα τα θέματα που απασχολούν το παρόν: τις πρώτες ανησυχίες για την ανακύκλωση, τα ζητήματα διαχείρισης των ενεργειακών πόρων, την αρχιτεκτονική έκτακτης ανάγκης, τα συνθετικά υλικά, τη ροή ψηφιακών δεδομένων, την παγκόσμια κινητικότητα, την πρώτη πετρελαϊκή κρίση, την εμφάνιση ηλεκτρονικών υπολογιστών, την ευφυΐα των μηχανών, τα πολυμερή, την τρομοκρατία. Θέματα που σαν ομφάλιος λώρος ενώνουν τις σελίδες των εντύπων της δεκαετίας του 1960 με το σήμερα.