Κοιτάμε και ξανακοιτάμε το παρελθόν γιατί η ματιά μας καθορίζεται από το σήμερα και το σήμερα αλλάζει συνεχώς, αλλάζοντας μαζί τα ερωτήματα, τους ερωτώντες και τις ερμηνείες που δίνουν στο παρελθόν. Το ΠΑΣΟΚ υπήρξε το ηγεμονικό κόμμα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, πλάστηκε από αυτή και την έπλασε όσο κανείς άλλος. Αυτομάτως, λοιπόν, η αναδρομή λόγω των γενεθλίων του αγγίζει όλους, με διαφορετικό βεβαίως τρόπο για όσους ταυτίστηκαν μαζί του και για όσους το αντιμετωπίσαμε «από τα έξω», άλλοτε ευνοϊκά άλλοτε εχθρικά. Το ΠΑΣΟΚ άλλωστε προσφερόταν και για τα δύο συναισθήματα. Οντας το κατεξοχήν κόμμα της Μεταπολίτευσης, ταυτίστηκε με τα «πάνω» και τα «κάτω» μιας σαραντάχρονης περίπου ιστορικής διαδρομής. Κυρίως όμως ενσωμάτωσε τις αντιφατικές δυναμικές αυτής της περιόδου, τη δυαδικότητα που τη χαρακτήρισε ήδη από τη γέννα της. Από τη μια, η ανανεωμένη συντηρητική παράταξη του Κ. Καραμανλή επέβαλε την αντίληψή της για την πολιτειακή – θεσμική οργάνωση και κυρίως τον διεθνή προσανατολισμό της χώρας.
Από την άλλη, το ΠΑΣΟΚ και η κομμουνιστική Αριστερά επέβαλαν την ηγεμονία τους στο πεδίο της οργάνωσης των μαζών και στο επίπεδο της ιδεολογίας και των συμβόλων. Η σύγκλιση των δύο δυναμικών επιτεύχθηκε βαθμιαία, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να ζήσει μία από τις καλύτερες περιόδους από την άποψη της σταθερότητας της δημοκρατίας, της διεύρυνσης των συμμετοχικών θεσμών και της άμβλυνσης των ιστορικών πολώσεων. Παράλληλα, η Ελλάδα πλούτισε, η κοινωνία άλλαξε πρόσωπο και οι αλλαγές ήταν ουσιαστικές όσο και αν σήμερα τις μηδενίζουμε με το ανόητο κλισέ «επίπλαστη ευημερία».
Ο εκσυγχρονισμός και η ανάπτυξη ήταν μια πραγματικότητα, άλλο τόσο όμως ήταν και οι παθογένειες που είτε επιβίωναν από το παρελθόν είτε δημιουργούνταν ακριβώς εξαιτίας του εκδημοκρατισμού, του πλουτισμού, αλλά και της αδυναμίας της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής. Σήμερα, μετά τη χρεοκοπία, είναι εύκολο να τις ονοματίσουμε. Ενας καπιταλισμός χαμηλής ανταγωνιστικότητας, έντονα εξαρτημένος από το κράτος, και επιρρεπής στον σχηματισμό καρτέλ. Μια κοινωνική διαστρωμάτωση που ευνοεί την προσοδοθηρία και την αντιπαραγωγική νοοτροπία. Μια Δημόσια Διοίκηση εξαιρετικής ανεπάρκειας. Ενα σύστημα πρόνοιας μη βιώσιμο, που παγίωνε ανισότητες αντί να τις θεραπεύει.
Το ΠΑΣΟΚ διέτρεξε αυτή τη διαδρομή έχοντας πρωταγωνιστικό ρόλο, και στις επιτυχίες και στις παθογένειες. Ταυτόχρονα αναπαρήγαγε τις αντινομίες τής μεταπολιτευτικής δυναμικής με μια εσωτερική διαλεκτική που κινήθηκε πάντα σε δίπολα: εκσυγχρονισμός – λαϊκισμός, ευρωσοσιαλισμός – τριτοκοσμισμός, ανανέωση – παλαιοκομματισμός, μεταρρύθμιση – νομή της εξουσίας. Με τον «Αντρέα» να πατάει και στις δύο βάρκες, άλλοτε επιτυγχάνοντας τη σύνθεση, άλλοτε διχαζόμενος ο ίδιος. Με τον Σημίτη να πατά στην ίδια πάντα βάρκα, αλλά με ισχυρή εσωτερική αντιπολίτευση ακόμα και στις στιγμές των μεγάλων επιτυχιών. Ετσι, όταν η Ελλάδα έπεσε στα βράχια της διεθνούς κρίσης, οι εσωτερικές παθογένειες κατέληξαν στην οιονεί χρεοκοπία, το ΠΑΣΟΚ έγινε ο υποδοχέας της διαμαρτυρίας και η εσωτερική του πολυσυλλεκτικότητα αποδιαρθρώθηκε καταλήγοντας στη συρρίκνωση.
Αν οι πιο πάνω γραμμές σκιαγραφούν μιαν εικόνα, τότε κάνουν εμφανή τουλάχιστον τρία διακυβεύματα που συνδέουν το «σήμερα» με το παρελθόν. Ενα διακύβευμα διάσωσης, ένα διακύβευμα ανασυγκρότησης και ένα διακύβευμα πολιτικής πρωτοβουλίας.
Η διάσωση αφορά αυτό που λέμε «δημοκρατικό κεκτημένο». Η μεγαλύτερη κατάκτηση της Μεταπολίτευσης, η δημοκρατική σταθερότητα, ανθίσταται μεν, αλλά αντιμετωπίζει δύο κινδύνους απαξίωσης. Ο πρώτος προέρχεται από την υποβάθμιση που προκαλεί η καθεστωτική λογική, η θεσμική πρακτική και η εμφυλιοπολεμική ρητορική των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Ο δεύτερος είναι η επικοινωνιακή – πολιτική επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ να καταγγείλει τη μεταπολιτευτική Ελλάδα, σαν το «παλαιό καθεστώς» της διαφθοράς, της διαπλοκής κ.λπ. Οσο φαιδρό είναι να το κάνει μια κυβέρνηση που βρίθει παλαιοπασόκων, παλαιοδεξιών και ψεκασμένων, άλλο τόσο υπονομευτικό είναι για τη δημοκρατική συνείδηση την οποία με κόπο κατέκτησε η ελληνική κοινωνία.
Δεύτερο διακύβευμα, αλλά το πλέον κρίσιμο, είναι η εθνική ανασυγκρότηση. Δεν είναι απλώς ζήτημα οικονομικής πολιτικής αλλά γενικότερης πολιτικής αντίληψης και σύναψης ισχυρών κοινωνικών συμμαχιών στη βάση μιας αναπτυξιακής στρατηγικής. Οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δεν μπορούν να ανταποκριθούν γιατί είναι εγκλωβισμένοι στο παλαιό κρατικιστικό – συντεχνιακό – διανεμητικό μοντέλο πολιτικής, παρότι τα λεφτά που έχουν να μοιράσουν είναι πια λίγα. Η αντιστροφή των κληρονομημένων από το παρελθόν αδρανειών θα απαιτήσει βελτίωση του πολιτικού κλίματος, άμβλυνση της πόλωσης και ευρύτερες συγκλίσεις επί εθνικών στόχων.
Σε αυτό το πλαίσιο ανακύπτει το τρίτο διακύβευμα της πολιτικής πρωτοβουλίας. Αφορά πρωτίστως τους κληρονόμους της 3ης του Σεπτέμβρη, αλλά και τον ευρύτερο χώρο της Κεντροαριστεράς και του προοδευτικού Κέντρου. Μπορεί αυτός ο χώρος να επιβιώσει και να αποτελέσει κάτι δυναμικότερο από ένα πρόσκαιρο σύνολο υπολειμμάτων παρελθούσης εποχής που σύντομα θα σκορπίσουν; Οι πρόσφατες εξελίξεις είναι δυσοίωνες. Επαληθεύουν ότι αυτός ο χώρος δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς το ΠΑΣΟΚ, αλλά ούτε μόνο με το ΠΑΣΟΚ. Αλλωστε το διακύβευμα υπερβαίνει τη συγκρότηση ενός κομματικού φορέα. Συνίσταται στην αναγέννηση μιας μεταρρυθμιστικής κουλτούρας που θα βοηθήσει τη χώρα να σταθεί ξανά στα πόδια της.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου