Μία από τις καινούργιες και αμετάφραστες ακόμα λέξεις που μπήκαν τον τελευταίο καιρό στις συζητήσεις, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι η γερμανική freizeitstress. Περιγράφει το άγχος του ελεύθερου χρόνου που βιώνει κάποιος. Κι είναι ακριβώς αυτό που μου έρχεται στο μυαλό όταν βλέπω τις κινήσεις, αλλά και τις αντιδράσεις, σε διάφορα θέματα, του Αλέξη Τσίπρα τον τελευταίο καιρό.
Ο έλληνας Πρωθυπουργός φοβάται το «μετά». Είναι λογικό, θα μου πείτε, αφού θα ήθελε να τον θυμούνται σαν έναν μεγάλο ευρωπαίο ηγέτη, αλλά «δεν του βγαίνει». Τώρα τελευταία μάλιστα, που άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι έχει πάψει να συγκεντρώνει πάνω του και τα φώτα της ευρωπαϊκής δημοσιότητας, αρχίζει να βιώνει το αίσθημα και της ευρωπαϊκής απομόνωσης, αφού δεν συμμετέχει στη διαμόρφωση των αποφάσεων. Απλώς τις… πληροφορείται.
Και δείχνει να μην μπορεί να το διαχειριστεί. Το γεγονός δε ότι τα πιο ηχηρά ονόματα της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής τού είχαν απαντήσει αρνητικά στην πρόσκληση να συμμετάσχουν στο «πανηγύρι» της Πνύκας – πριν από την εθνική τραγωδία στο Μάτι – απλώς θα πρέπει να επιβεβαίωσε όλους τους παραπάνω φόβους του.
Αντιλαμβάνεται επίσης ότι αυτή η κατάσταση, στο προσεχές μέλλον, θα χειροτερέψει. Και αν παρατηρήσει κανείς προσεκτικά τη σύνθεση της κυβέρνησης που επέλεξε στα μέσα της εβδομάδας για να πάει προς τις κάλπες και το πρόγραμμα που έχει για τους επόμενους μήνες, αντιλαμβάνεται ότι φοβάται γενικά για την επόμενη μέρα του. Οχι της χώρας, αλλά τη δική του.
Ο Πρωθυπουργός καταλαμβάνεται από freizeitstress. Βαθιά μέσα του ξέρει ότι θα χάσει τις επόμενες εκλογές, όποτε κι αν τις προκηρύξει, κι ας του λένε το αντίθετο οι άμεσοι συνεργάτες του, γιατί έτσι πρέπει. Αλλιώς ξέρουν ότι θα πάψουν κι αυτοί να είναι… άμεσοι.
Γνωρίζει επίσης ότι όσοι βοήθησε θα εξαφανιστούν την επομένη της ήττας του. Καταλαβαίνει ακόμα ότι δεν θα τον «ενοχλήσει» ποτέ πια κανείς ξένος ηγέτης για οποιονδήποτε λόγο, με εξαίρεση ίσως τον Μοσκοβισί, αν εξακολουθεί να υπάρχει κάπου.
Πρέπει συνεπώς να βρει μια διέξοδο. Τι μπορεί να κάνει λοιπόν; Να προσπαθήσει να κρατήσει «όμηρο» το εσωτερικό πολιτικό σύστημα μετεκλογικά. Και οι επιλογές του εδώ είναι λίγες. Αφού λοιπόν δεν θα κερδίσει την επόμενη αναμέτρηση, δεν πρέπει στην πραγματικότητα να την κερδίσει κανείς. Πώς; Ναρκοθετώντας τη συνέχεια, προετοιμάζοντας το έδαφος για να κάνει τον βίο αβίωτο της επόμενης κυβέρνησης (μέσω των απίστευτων υποχρεώσεων που θα της δημιουργήσει), έτσι ώστε να επιστρέψει στην εξουσία το γρηγορότερο δυνατό για να ξαναβρεί όλα όσα καταλαβαίνει ότι θα χάσει. Ο τελικός στόχος της επιστροφής ενδεχομένως να είναι θεμιτός. Το πραγματικό μότο του όμως – με βάση το οποίο θα πορευτεί για να τον πετύχει – είναι τρομακτικό: μετά από μένα, το χάος.