Σε μία από τις συναυλίες του – όπως το συνηθίζει συχνά – ο Διονύσης Σαββόπουλος θυμήθηκε τον Μάνο Χατζιδάκι. Και το γεγονός ότι το 1976, στις αρχές της Μεταπολίτευσης, έγραψε ένα οικολογικό τραγούδι σε στίχους του Νίκου Γκάτσου, τον «Εφιάλτη της Περσεφόνης» που ερμήνευσε η Μαρία Φαραντούρη. Αυτό το τραγούδι ήταν μια πρωτιά διότι έθεσε το οικολογικό θέμα σε μια εποχή που σχεδόν όλη η Ελλάδα προτιμούσε τα επαναστατικά τραγούδια. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο Χατζιδάκις επιλέγει να επισημάνει μια καταστροφή οικολογική, πολιτισμική, αισθητική, η οποία σιγά σιγά έρχεται πάνω από τη χώρα.
«Νωρίτερα, πριν από τη σχεδόν αποκλειστική του συνεργασία με τον Γκάτσο», αφηγείται ο Σαββόπουλος, «ο Μάνος έγραφε τραγούδια με τον γλυκύτατο Αλέκο Σακελλάριο για το ελληνικό σινεμά. Αυτά τα τραγούδια ο ίδιος ο Χατζιδάκις μάλλον τα σνόμπαρε. Ελεγε ότι τα έγραφε για βιοποριστικούς λόγους. Ομως ο ιδιοφυής μουσικός ακόμα και για βιοποριστικούς λόγους να γράψει, κατορθώνει επιτεύγματα ασύλληπτα για την κοινή φαντασία».
Το παράδειγμα είναι το «Εχω ένα μυστικό» που έγραψε για την Αλίκη Βουγιουκλάκη στην ταινία «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο». Εχει κάποια παράδοξα μουσικά διαστήματα που βασίζονται σε τραγούδι του 1ου αιώνα π.Χ. Ο μουσικός Σείκιλος το έγραψε σε επιτύμβια στήλη για την Ευτέρπη – άγνωστο εάν επρόκειτο για σύζυγο, κόρη ή τη μούσα. Θεωρείται σε παγκόσμια κλίμακα το αρχαιότερο γνωστό τραγούδι, καθώς σώζονται και η μουσική (φρυγικού τύπου) και οι στίχοι: «Οσον ζης φαίνου, μηδέν όλως συ λύπου, προς ολίγον εστί το ζην, το τέλος ο χρόνος απαιτεί». Σαν να λέμε: «Οσο ζεις λάμπε, καθόλου μη λυπάσαι. Για λίγο διαρκεί η ζωή, ο χρόνος απαιτεί την πληρωμή του». Ενα μήνυμα που αντιστοιχεί με το επικούρειο απόφθεγμα «όσο ζούμε πρέπει να χαιρόμαστε όπως οι θεοί, διότι ο θάνατος είναι το τέλος».
Πήρε λοιπόν αυτό το μουσικό μοτίβο ο Χατζιδάκις και το συνδύασε με έναν ρυθμό μεσαιωνικό, παραδοσιακό από τη Θράκη, τα 5/8. Εναν ρυθμό τον οποίο τη δεκαετία του 1960 ούτε οι παραδοσιακοί δεν έπαιζαν. Του φόρεσε έναν μανδύα ελαφράς μουσικής και το έδωσε να το τραγουδήσουν μαθήτριες που πάνε εκδρομή. «Από τότε», περιγράφει ο Νιόνιος, «κάθε φορά που ακούω τη νεότητα να λέει το τραγούδι αυτό, στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου ακούω τον Σείκιλο: Για λίγο διαρκεί η ζωή, ο χρόνος απαιτεί την πληρωμή του».
Αυτό θα πει συνθέτης. Παίρνει ετερόκλητα ή και αντίθετα μεταξύ τους πράγματα και τα συνθέτει.
Αυτό χρειάζεται η εποχή μας. Αυτό χρειάζεται η ψυχή μας – συνθέσεις Ανατολής και Δύσης, παράδοσης και νεωτερικού βίου. Οχι μόνο μουσικές. «Αυτές τις συνθέσεις που πέτυχαν», κατέληξε ο Νιόνιος, «μακάρι κάποτε να τις καταφέρει και ο πολιτικός μας βίος. Εστω και για λόγους βιοποριστικούς». Αν υπάρχει ένα μυστικό, αυτό είναι.
Και μετά κοιτάς φωτογραφίες υπουργικών συμβουλίων. Παλαιότερες και τωρινές. Και αναζητάς τη σύνθεση, την ιδέα πίσω από το πολιτικό άσμα της κάθε εποχής. Και δεν βρίσκεις καν την έμπνευση. Τους διαφορετικούς ρυθμούς που συνδυάστηκαν για να φτιάξουν ένα κάποιο «όραμα». Μήπως είχε δίκιο ο Επίκουρος ότι δεν υπάρχει ιδεώδης πολιτεία, αλλά μπορεί να υπάρχουν εσωτερικές συνθέσεις στους ανθρώπους που θα τους κάνουν ευτυχισμένους; Μήπως ο απώτερος σκοπός δεν είναι να ξεπερνά κάποιος τις νίκες των άλλων, αλλά να παρατείνει τη νίκη μέσα του;