Κάθισα όσο πιο αναπαυτικά μπορούσα. Ηταν νωρίς το πρωί της Κυριακής. Μπροστά μου η θάλασσα, ήρεμη για πρώτη φορά έπειτα από πολλές μέρες. Αφησα το βλέμμα μου να κουρνιάσει πάνω στο γαλάζιο της.
Η κοπέλα με πλησίασε. «Τι θα πάρετε;» με ρώτησε ευγενικά.
«Εναν διπλό ελληνικό με λίγη ζάχαρη» της είπα χαμηλόφωνα. «Ξέρετε, πρέπει να σας ενημερώσω πως την Κυριακή τον ελληνικό καφέ τον φτιάχνουμε στη μηχανή και όχι στο γκαζάκι» μου είπε με σοβαρό ύφος.
«Τι εννοείτε;».
«Επειδή την Κυριακή έχει πολύ κόσμο, για να προλαβαίνουμε, τον φτιάχνουμε στη μηχανή».
Εγώ επέμενα. «Μα τώρα δεν έχει κόσμο».
«Ξέρετε, πώς να σας το πω; Είναι ο πρωτόκολλος του μαγαζιού».
Ενιωσα σαν να μου έριξαν σφαλιάρα στον σβέρκο. Το άκουσα ή ήταν η φωνή από το υπερπέραν; Δεν υπήρχε άλλος κοντά μου για να σιγουρευτώ πως ακούσαμε και οι δύο για τον πρωτόκολλο.
Κρατήθηκα να μη γελάσω. Ηθελα απίστευτα πολύ να ρωτήσω αν εκτός από τον πρωτόκολλο υπήρχε δευτερόκολλος και τριτόκολλος. Ενιωθα σαν να με είχαν βάλει τιμωρία. Παρέμεινα για αρκετή ώρα σε κατάσταση σοκ. Αποσβολωμένος κοιτούσα την κοπέλα και ένα εκατομμύριο σκέψεις περνούσαν από το μυαλό μου. Αραγε τον γράφει με ένα ή δύο «κ»;
«Είστε καλά;», με ρώτησε. Τι να της πω τώρα;
«Ναι, είμαι μια χαρά». Συνέχισα να την παρατηρώ. Πρόσεξα πως το άγουρο σώμα της ήταν γεμάτο μουτζούρες, δερματοστιξίες όπως του αρέσει να τις λέει ο καλός μου φίλος, ο Νίκος. Ακατανόητα σύμβολα, κινέζικα ιδεογράμματα, ένα δελφίνι.
Το κεφάλι της ήταν ξυρισμένο από τους κροτάφους μέχρι τα αφτιά και ό,τι είχε απομείνει από τρίχα την είχε βάψει ροζ. Δεν θα ήταν πάνω από 20 χρόνων.
«Λοιπόν, να φέρω τον καφέ;». «Ναι» της είπα αφηρημένα.
Πριν από λίγες ημέρες ανακοινώθηκαν οι βάσεις για την εισαγωγή στα ΑΕΙ και ΤΕΙ. Διάβασα για τα τριάρια που πέρασαν τις πόρτες των πανεπιστημίων μας και αναρωτήθηκα τι συγγένεια μπορεί να έχουν ο πρωτόκολλος με τα τριάρια;