Η Νέα Δημοκρατία, όπως εξάλλου δικαιούται, διεκδικεί την κυβερνητική εξουσία σχεδόν από την επομένη της εκλογής του κ. Μητσοτάκη στην ηγεσία της. Κάθε μέρα διατυπώνεται το αγχώδες αίτημα εκλογών. 365 μέρες επί δυόμισι χρόνια μάς κάνει 912,5 περίπου ημερήσιες διατυπώσεις. Αν μάλιστα τις πολλαπλασιάσουμε με τον αριθμό των στελεχών που εκστομίζουν το εκλογικό αίτημα στα ΜΜΕ, τη σχετική αρθρογραφία, συν τα μπλογκ και τις σελίδες στο FB, συν τα tweets, πρόκειται περί ενός κατακλυσμού. Αμμος.
Μια εξήγηση για το διεκδικητικό (και πληκτικό) πάθος είναι ότι η συντηρητική παράταξη δεν έχει διαμορφώσει ισχυρό και συνεκτικό ιδεολογικό πλαίσιο και δεν έχει συγκροτήσει μια ευδιάκριτη πρόταση διακυβέρνησης. Ετσι ο μόνος συνεκτικός ιστός που μπορεί να υφανθεί είναι η ίδια η κάρπωση της εξουσίας, οι προσδοκίες γι’ αυτή και το συμμετρικό μίσος για τον «σφετεριστή» ΣΥΡΙΖΑ.
Η Νέα Δημοκρατία, ως σημερινός φορέας της παραδοσιακής συντηρητικής παράταξης, έχει συγκροτηθεί πάνω στην εξουσία και τον διαμοιρασμό της. Ο κεντρικός ιδεολογικός της άξονας δεν ήταν ποτέ ο φιλελευθερισμός, αλλά ένας συνεπέστατος κρατισμός που σχετίζεται απλώς με «δικά της παιδιά». Και κρατισμός δεν είναι ιδεολογία δημόσιου και δημοκρατικά διαμορφούμενου θεσμικού χώρου, αλλά ιδιοτέλεια, σκληρό ιδιωτικό συμφέρον, με προκάλυμμα κρατική δομή.
Η οικονομία που έχτισε τα πολλά χρόνια κυριαρχίας της, διαμόρφωσε (μεταπολεμικά από το Μάρσαλ και αργότερα από τα ευρωπαϊκά κονδύλια) μια επιχορηγούμενη, μικρής χρονικής διάρκειας, κομπραδόρικη, κρατικοδίαιτη, ακατάστατη, στιγμιαίας κλίμακας, θνησιγενή επιχειρηματικότητα. Σκληρές ομάδες συμφερόντων, αγκιστρωμένες πάνω στα νοσοκομεία, πάνω στα δημόσια έργα, πάνω στα εξοπλιστικά προγράμματα, πάνω στα αυτοδιοικητικά έργα (και τις ημέρες), ήλεγξαν για πολλές δεκαετίες τον δημόσιο πλούτο, διαμόρφωσαν το επιχειρηματικό και παραγωγικό προφίλ και συνέστησαν το αξιολογικό πλαίσιο στον δημόσιο λόγο και τη διοικητική πράξη. Αυτό το φαινόμενο σταδιακά κατέλαβε ολόκληρη την πολιτική σκηνή και την κοσμοθεωρητική της χωροταξία.
«Αντιθέτως, είχαν (σ.σ.: οι πολιτικοί γύρω από τον Πλαστήρα) την ίδια άποψη με εκείνην των πολιτικών της Δεξιάς: (…) να διαχειρίζονται τις δημόσιες υπηρεσίες έτσι ώστε να ανταμείβουν τους φίλους και να τιμωρούν τους εχθρούς, δημιουργώντας έτσι ένα δίκτυο πελατών που θα τους ψήφιζαν προκειμένου να επανεκλέγονται κάθε φορά που οι εκλογές θα κρίνονταν απαραίτητες».
 
Πολιτικός λόγος με διακριτά και επεξεργασμένα χαρακτηριστικά δεν είναι η απέχθεια προς τον πολιτικό αντίπαλο και οι απεχθείς προσωπικές επιθέσεις, οι χοντροκοπιές που εκστομίζονται, αλλά η σύνθεση θέσης που θα μεταβάλει τους όρους της εθνικής αρρώστιας: οποιαδήποτε επιλογή μεγάλης μεταρρυθμιστικής κλίμακας στρεβλώνεται στα συρτάρια, στις υποσημειώσεις, στις παρεμβάσεις ομάδων και προσώπων καπατσοσύνης. Γιατί στον τόπο μας δεν έχουμε μόνο μεσίτες της παραγωγικής και θεσμοποιητικής δεοντολογίας (τα γνωστά σε όλους μας καρακόλια που παρεισφρέουν στη νομοθετική λειτουργία), αλλά και πολιτικούς που τις (τα) προϋποθέτουν, που τις (τα) εμπεριέχουν ως οργανωμένο και συμπαγές αξιακό σύστημα.
Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Σάμου και πρόεδρος της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής