Με το τυπικό τέλος των Μνημονίων ήρθε στο προσκήνιο το βαθύτερο οικονομικό πρόβλημα της χώρας. Η οικονομία βρίσκεται σε τέλμα και δεν υπάρχουν οι συνθήκες για ταχύρρυθμη ανάπτυξη. Τα Μνημόνια έχουν βάλει την Ελλάδα για τα καλά στον σκληρό πυρήνα των Βαλκανίων.
Τα δομικά οικονομικά προβλήματα
Οι δομικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας είναι γνωστές και τεκμηριωμένες στη διεθνή βιβλιογραφία. Μετά την είσοδο στην ΕΕ σταδιακά εμφανίστηκε υπερδιόγκωση των υπηρεσιών και εξασθένηση της βιομηχανίας. Ο τομέας των υπηρεσιών έχει όμως χαμηλή παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα κι έτσι η χώρα δε μπόρεσε να σταθεί στην παγκόσμια αγορά. Η ελληνική οικονομία κυριαρχήθηκε από τα λεγόμενα «μη εμπορεύσιμα» αγαθά και στράφηκε προς την εγχώρια αγορά, με αποτέλεσμα να γίνεται ακόμη χειρότερη η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα. Φαύλος κύκλος.
Μετά την είσοδο στη ΟΝΕ ακολούθησε μια παραπλανητική περίοδος παχιών αγελάδων που έκανε πολλούς να νομίσουν ότι το ευρώ «μας έβαλε στην πρώτη κατηγορία». Τα χαμηλά επιτόκια έφεραν τόνωση των επενδύσεων και της κατανάλωσης και ισχυρή ανάπτυξη. Η Ελλάδα δεν γνώρισε πιστωτική φούσκα, όπως λανθασμένα λέγεται, αλλά σίγουρα η επέκταση της πίστωσης στήριξε την ανάπτυξη.
Πίσω όμως από την πλασματική ευμάρεια υπήρχε πλήρης κατάρρευση της ανταγωνιστικότητας, η κύρια αιτία της οποίας ήταν οι παγωμένοι μισθοί στη Γερμανία. Μέσα στο πλαίσιο της ΟΝΕ η Ελλάδα δεν μπορούσε να αντισταθμίσει την ανταγωνιστική πίεση με μια υποτίμηση του νομίσματος, όπως έκανε στο παρελθόν. Το κοινό νόμισμα αποδείχθηκε ιστορική παγίδα που αποκάλυψε τις βαθύτερες δομικές αδυναμίες της χώρας.
Αδυνατώντας να ανταγωνιστεί, η Ελλάδα παρουσίασε τεράστια εξωτερικά ελλείμματα και αναγκαστικά δανείστηκε γιγαντιαία ποσά για να τα χρηματοδοτήσει. Οταν ξέσπασε η παγκόσμια κρίση του 2007-09, βρέθηκε καταχρεωμένη, με μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα και στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Αυτός ήταν ο κύριος μακροοικονομικός μηχανισμός της κρίσης και όχι οι συνήθεις φλυαρίες για το «κακό» Δημόσιο.
Τι έκαναν τα Μνημόνια;
Τα Μνημόνια επιβλήθηκαν με την απόλυτη παραδοχή ότι η χώρα θα παραμείνει στο ευρώ. Αναγκαστικά λοιπόν αντιμετώπισαν την κρίση με τον χειρότερο τρόπο, σταθεροποιώντας την οικονομία μέσω της φτώχειας. Οι περικοπές των μισθών και των συντάξεων, η συντριβή των δημοσίων δαπανών και η τεράστια αύξηση της φορολογίας απάλειψαν το δημοσιονομικό έλλειμμα. Τα μέτρα αυτά έπληξαν βαριά την εσωτερική ζήτηση συντρίβοντας τις εισαγωγές, άρα συρρίκνωσαν και το εξωτερικό έλλειμμα. Παράλληλα το δημόσιο χρέος αναδιαρθρώθηκε, μπήκε κάτω από ξένη νομοθεσία, επιμηκύνθηκε και μειώθηκε το μέσο του επιτόκιο, χωρίς όμως να υπάρξει ουσιαστική διαγραφή. Η σταθεροποίηση μέσω της κοινωνικής καταστροφής έφερε σταδιακά και το τέλος των Μνημονίων.
Το αναπτυξιακό πλαίσιο όμως που δημιούργησαν τα Μνημόνια μόνο ως τραγικό μπορεί να χαρακτηριστεί. Κανένα από τα δομικά προβλήματα δεν έχει αντιμετωπιστεί. Η κυριαρχία του τομέα των υπηρεσιών παραμένει συντριπτική, ο βιομηχανικός τομέας έχει δεχθεί καίρια πλήγματα, ενώ η γεωργία συνεχίζει να μην μπορεί να ανταγωνιστεί διεθνώς. Η παραγωγικότητα της εργασίας μειώθηκε σταθερά. Η ανταγωνιστικότητα σταμάτησε να βελτιώνεται από το 2013. Επειτα από οκτώ χρόνια Μνημονίων, η καθαρή αποταμίευση μιας πολύ φτωχότερης Ελλάδας παραμένει αρνητική, άρα δεν υπάρχει η πρώτη ύλη για τη δημιουργία νέου κεφαλαίου.
Το εξωφρενικό είναι ότι το τρίτο Μνημόνιο αναγκάζει την καθημαγμένη χώρα να ασκεί εξωπραγματική λιτότητα μέχρι το 2022 και για δεκαετίες αργότερα, ώστε να εξυπηρετείται το ακόμη τεράστιο δημόσιο χρέος. Το αποτέλεσμα είναι η υπερφορολόγηση και η περικοπή των δημοσίων δαπανών που τσακίζουν την κατανάλωση. Οι τράπεζες, από τη άλλη, είναι φαντάσματα, καθώς τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια βρίσκονται στο 45% του ισολογισμού τους, αναγκάζοντάς τες να μειώνουν σταθερά την παροχή πιστώσεων. Χωρίς τραπεζικές πιστώσεις και με αρνητική καθαρή αποταμίευση είναι απολύτως αδύνατον να υπάρξει αύξηση των επενδύσεων, που παραμένουν ουσιαστικά καθηλωμένες.
Η καταστολή της κατανάλωσης και των επενδύσεων λόγω της λιτότητας, τέλος, εξασθενίζει δραματικά την εγχώρια ζήτηση και άρα δεν επιτρέπει τη γρήγορη μείωση της θηριώδους ανεργίας. Οι θέσεις απασχόλησης που δημιουργούνται είναι κακής ποιότητας και κακοπληρωμένες. Η εκπαιδευμένη νεολαία φεύγει στο εξωτερικό μειώνοντας και άλλο τις μακροχρόνιες προοπτικές ανάπτυξης.
Τίποτε ουσιαστικό δεν έχει βελτιωθεί σε μια οικονομία που ήταν ήδη στρεβλή όταν τη χτύπησε η κρίση. Επιβεβαιώνεται πανηγυρικά η άποψη του Κέινς ότι η φτώχεια είναι κάκιστη βάση για γρήγορη ανάπτυξη. Η σταθεροποιημένη Ελλάδα βρίσκεται σε ιστορικό τέλμα που θα συνεχιστεί για όσο η χώρα παραμένει στο μνημονιακό πλαίσιο.
Τι χρειάζεται για αλλαγή πορείας;
Το πρώτο και απολύτως απαραίτητο βήμα για να μπει η χώρα σε τροχιά ανάπτυξης είναι να απαλλαγεί από τη λιτότητα και τα εξωπραγματικά πλεονάσματα του 3,5%. Μόνο έτσι θα μπορέσει να μειώσει την υπέρογκη φορολογία επιτρέποντας την ανάκαμψη της κατανάλωσης και την τόνωση της εγχώριας αγοράς. Μόνο έτσι επίσης θα μπορέσει να ενισχύσει τις δημόσιες επενδύσεις δημιουργώντας ευνοϊκό πεδίο και για τις απαραίτητες ιδιωτικές επενδύσεις. Με ισχυρότερη κατανάλωση και επενδύσεις θα μειωθεί γρήγορα η ανεργία και θα αυξηθεί το εθνικό εισόδημα. Αυτή είναι η αναγκαία βάση για μακροχρόνια ανάπτυξη.
Το δομικό πρόβλημα της χώρας όμως δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με τόνωση της εγχώριας ζήτησης. Η Ελλάδα πρέπει να ενισχύσει τη βιομηχανία της δημιουργώντας τις βάσεις για συστηματική αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας. Για τον σκοπό αυτό απαιτείται επενδυτικό άλμα.
Οσοι νομίζουν ότι το επενδυτικό άλμα μπορεί να βασιστεί σε ξένες επενδύσεις δεν έχουν συναίσθηση ούτε του κενού που υπάρχει, ούτε των συνθηκών στην παγκόσμια αγορά. Το 2008 η Ελλάδα είχε ακαθάριστες επενδύσεις περίπου 60 δισ., ενώ σήμερα έχει περίπου 20 δισ. Η γειτονική Τουρκία, με οικονομία 4,5 φορές μεγαλύτερη από την ελληνική και πολύ καλύτερες επιδόσεις στην προσέλκυση επενδύσεων, είχε μέσο όρο ξένων επενδύσεων τα τελευταία 5 χρόνια περίπου 12 δισ. Πώς ακριβώς θα λύσουν οι ξένες επενδύσεις το ελληνικό πρόβλημα;
Η χώρα χρειάζεται στοχευμένη βιομηχανική πολιτική που θα πρέπει να απορροφήσει μεγάλο μέρος της ακαθάριστης εθνικής αποταμίευσης. Θα πρέπει επίσης να βασιστεί σε αναδιαρθρωμένο και δημόσιο τραπεζικό σύστημα για επενδυτικές πιστώσεις. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για ταχύρρυθμη ανάπτυξη.
Αυτά βέβαια απαιτούν σύγκρουση και ρήξη με το σκληρό και περιοριστικό πλαίσιο της ΟΝΕ και της ΕΕ. Απαιτούν επίσης σύγκρουση και ρήξη με το εγχώριο κατεστημένο που έφερε τη χώρα στη σημερινή τραγική κατάσταση. Η Ελλάδα θα πρέπει να κάνει βαθιές κοινωνικές και πολιτικές τομές, αν δεν θέλει να περιθωριοποιηθεί τελείως. Αυτό παραμένει το πρωταρχικό της πρόβλημα.
Ο Κώστας Λαπαβίτσας είναι οικονομολόγος, καθηγητής της Σχολής Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου