Πόσες πιθανότητες έχει να αποδειχθεί αποτελεσματική η νέα κυβέρνηση Τσίπρα; Οσες και οι προηγούμενες. Από τι θα κριθεί στην, κατά τα άλλα, σύντομη πορεία της; Από τον τρόπο με τον οποίο θα πολιτευθεί τους επόμενους μήνες μέχρι και τις εκλογές οι οποίες, πλέον, είναι προδιαγεγραμμένο να προκηρυχθούν με ορίζοντα μηνών.
Υπάρχει περίπτωση να ξυπνήσει το «φάντασμα» του Βαρουφάκη με την άσκηση μιας πολιτικής ακραίας και παρατεταμένης σύγκρουσης με τους δανειστές; Δύσκολο, γιατί οι αγορές καραδοκούν, τα σπρεντ τιμωρούν και οποιαδήποτε ανάλογη προσπάθεια θα έχει σύντομη ημερομηνία λήξης. Είναι βέβαιο ωστόσο ότι ο Πρωθυπουργός, από το βήμα της ΔΕΘ, κηρύσσοντας ουσιαστικά την έναρξη της προεκλογικής περιόδου θα εξαγγείλει διορθώσεις στην οικονομική πολιτική προς πάσα κατεύθυνση με επίκεντρο τους φόρους. Αλλά και παροχές μαζί με υποσχέσεις προς ένα συγκεκριμένο, αλλά συρρικνωμένο πλέον, εκλογικό ακροατήριο που θεωρεί «δικό» του. Αμεσος στόχος του θα είναι να επαναφέρει το χαμένο «αριστερό» αφήγημα της κυβέρνησης του τρίτου Μνημονίου και της ενισχυμένης (μνημονιακού τύπου) εποπτείας που θα ασκείται στη χώρα μας από τους δανειστές τα επόμενα χρόνια. Απώτερη επιδίωξή του, η διατήρηση δυνάμεων για τον ΣΥΡΙΖΑ στο μετεκλογικό τοπίο.
Θα μπορούσαν αυτές οι νέες εξαγγελίες της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να βγάλουν την οικονομία και τη χώρα από την κρίση η οποία παραμένει βαθιά, έπειτα από οκτώ χρόνια Μνημονίων, παρά τις νέες αυταπάτες περί «εξόδου» που η ίδια καλλιεργεί; Οχι. Και όχι μόνο λόγω της σύνθεσης της νέας κυβέρνησης η οποία παραμένει η ίδια στους βασικούς τομείς άσκησης πολιτικής αλλά, πολύ περισσότερο, γιατί κινείται στην ίδια, βαθιά διχαστική γραμμή στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται την κοινωνία, ασκεί επικοινωνιακή διαχείριση και πολιτεύεται.
Εκεί έχασε το παιχνίδι η συγκυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Ανήλθε στην εξουσία χωρίς το εφόδιο της γνώσης για τα σύνθετα προβλήματα της χώρας, κινούμενη στον χώρο του ανέφικτου με οδηγό «αριστερές» ιδεοληψίες, προκαταλήψεις και αυταπάτες. Και όταν ηττήθηκε στην περίφημη «περήφανη» διαπραγμάτευση από τους δανειστές και αναγκάστηκε να εφαρμόσει το βαρύ τρίτο Μνημόνιο, το έκανε διχαστικά επιβαρύνοντας υπέρμετρα και απογοητεύοντας μεγάλα τμήματα της κοινωνίας.
Το έκανε στη φορολογική πολιτική. Ξαφνικά, βαφτίστηκαν πλούσιοι και «στιγματίστηκαν» τα μεσαία εισοδήματα στα οποία επιβλήθηκαν νέες βαριές φορολογίες. Αυξήθηκαν οι έμμεσοι φόροι στην παραγωγή και στην κατανάλωση. Ετσι ο προϋπολογισμός έβγαλε υπερπλεονάσματα αλλά η οικονομία γονάτισε. Τα υπερπλεονάσματα μοιράστηκαν με επιδόματα σε οικονομικά αδυνάτους και συνταξιούχους ως «αριστερό» άλλοθι στη μνημονιακή πολιτική. Ομως, μεγάλα παραγωγικά τμήματα της κοινωνίας και η οικονομία ολόκληρη πλήρωσαν και πληρώνουν ακόμη το τίμημα.
Το έκανε στο Ασφαλιστικό. Θεωρήθηκαν «εισφοροφυγάδες» όλοι ανεξαιρέτως οι επαγγελματίες στους οποίους επιβλήθηκαν εξοντωτικές εισφορές. Και καταδικάστηκαν με συντάξεις φτώχειας όλοι οι νέοι συνταξιούχοι για να μη θιγούν οι παλαιές συντάξεις.
Το έκανε στον δημόσιο τομέα. Καμία μεγάλη μεταρρύθμιση, αλλαγή δομών και εκσυγχρονισμός δεν υπήρξε σε έναν χώρο που εξακολουθεί να είναι ο μεγάλος ασθενής στη χώρα, αλλά θεωρείται εκλογικά προνομιακός για τον ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε καν μια σοβαρή αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων, η οποία θα έπρεπε να είναι το πρώτο βήμα.
Κάπως έτσι ασκήθηκε η κυβερνητική πολιτική τα τελευταία χρόνια. Εγκλωβισμένη σε σχήματα του τύπου «αριστερά ή δεξιά» – «εμείς και οι άλλοι», που αδυνατούν να συλλάβουν τα σύνθετα προβλήματα των σύγχρονων κοινωνιών, κινήθηκε διπολικά. Χώρισε αντί να συνθέσει και να ενώσει. Ετσι, δεν μπόρεσε να δημιουργήσει εκείνες τις ευρείες κοινωνικές συμμαχίες που είναι αναγκαίες για να προχωρήσουν οραματικές πολιτικές οι οποίες, ακόμη και όταν είναι δυσάρεστες, γίνονται αποδεκτές γιατί, εν τέλει, γίνεται κατανοητό ότι είναι προς το συμφέρον όλων. Χάθηκε η κοινή λογική.