Ηταν μια μέρα στις αρχές Απριλίου. Ο Μπαράκ Ομπάμα έλαβε ένα αναπάντεχο τηλεφώνημα από τον Τζον ΜακΚέιν, τον επί τρεις δεκαετίες Ρεπουμπλικανό γερουσιαστή της Αριζόνα ο οποίος έδινε μάχη με τον καρκίνο. Μπήκε γρήγορα στο θέμα: «Θα δεχόσουν να εκφωνήσεις έναν από τους επικήδειους στην κηδεία μου;», τον ρώτησε.
Ο Ομπάμα, που είχε τον ΜακΚέιν αντίπαλο για την προεδρία μια δεκαετία νωρίτερα, αμέσως του απάντησε θετικά. Τον εξέπληξε το αίτημα, λένε συνεργάτες του. Το ίδιο συνέβη και με τον Τζορτζ Μπους υιό, έναν άλλο πρώην αντίπαλο που είχε στερήσει το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών από τον ΜακΚέιν, ο οποίος έλαβε ένα ίδιο τηλεφώνημα και ένα ίδιο αίτημα.
Οταν ο 43ος και ο 44ος πρόεδρος των ΗΠΑ σταθούν σήμερα στον καθεδρικό ναό της Ουάσιγκτον, αφού ακουσθεί το «Battle Hymn of the Republic», το πιο γνωστό πατριωτικό τραγούδι στη χώρα, με τους επικήδειούς τους δεν θα αναφερθούν μόνο στη ζωή του Τζον Σίντνεϊ ΜακΚέιν Γ’. Θα είναι ο ίδιος ο ΜακΚέιν που θα έχει τον τελευταίο λόγο με στόχο έναν άλλο πρόεδρο, που ξεκαθάρισε ότι δεν θέλει στην κηδεία του: τον Ντόναλντ Τραμπ.
Οι γνωρίζοντες περιγράφουν πως ο ΜακΚέιν πέρασε τους τελευταίους μήνες της ζωής του, ενώ έδινε τη μάχη με τον κακοήθη όγκο στον εγκέφαλο, οργανώνοντας λεπτομερώς την κηδεία του ως ένα μήνυμα προς την Αμερική και τον κόσμο. Το μήνυμα της εθνικής ενότητας και της πίστης στη δημοκρατία που υπερβαίνει τα κόμματα. Και ήθελε οι δύο αντίπαλοι που του έκοψαν τον δρόμο για τον Λευκό Οίκο να είναι εκεί για το κατευόδιο.
Τα μηνύματά του δεν σταματούν εκεί. Επέλεξε τον ρώσο διαφωνούντα Βλαντίμιρ Καρα-Μουρτζά ως έναν από τους επισήμους που θα κουβαλήσουν στους ώμους τους το φέρετρό του μαζί με τον Δημοκρατικό πρώην αντιπρόεδρο Τζο Μπάιντεν, τον πρώην υπουργό Αμυνας Ουίλιαμ Κοέν και τον ηθοποιό και στενό του φίλο Γουόρεν Μπίτι. Η επιλογή του Καρα-Μουρτζά αποτελεί άλλο ένα μήνυμα: προς τον ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν και βέβαια ξανά στον Τραμπ.
Γιος και εγγονός ναυάρχων, ο ΜακΚέιν έδειξε από νωρίς τον επαναστατικό του χαρακτήρα – γι’ αυτόν άλλωστε ήταν γνωστός όσο σπούδαζε στη Ναυτική Ακαδημία. Ως πιλότος καταδρομικού του ναυτικού στον πόλεμο του Βιετνάμ του ανατέθηκαν δύσκολες αποστολές. Στην 23η αποστολή πάνω από το Βόρειο Βιετνάμ το αεροσκάφος του καταρρίφθηκε. Τον συνέλαβαν οι Βιετκόνγκ, που πρότειναν την απελευθέρωσή του επειδή ο πατέρας του ήταν αρχηγός των αμερικανικών δυνάμεων στον Ειρηνικό. Αρνήθηκε.
Υποβλήθηκε σε βασανιστήρια, του έσπασαν χέρια, πόδια και τα δόντια του. Πέρασε πολλούς μήνες στην απομόνωση. Οταν τελικά αφέθηκε ελεύθερος μαζί με τους άλλους κρατουμένους το 1973 είχε χάσει 50 κιλά. Εκτοτε δεν μπόρεσε να σηκώσει το χέρι του πάνω από το κεφάλι και περπατούσε με σχετική δυσκολία. Οπως αφηγήθηκε ο ίδιος, όταν ο πόνος από τα βασανιστήρια ήταν πολύ μεγάλος, έλεγε ονόματα – των παικτών της ομάδας Green Bay Packers, της αγαπημένης του. Σε όλη την πολιτική του καριέρα ήταν μια από τις συνεπείς φωνές των Ρεπουμπλικανών εναντίον των βασανιστηρίων στους ύποπτους για τρομοκρατία.
Ομως έφυγε από το Βιετνάμ πεισμένος πως η Αμερική πρέπει να χρησιμοποιεί βία, όταν χρειάζεται. Υποστήριξε τόσο τον πόλεμο του Ιράκ όσο και του Αφγανιστάν και τάχθηκε υπέρ του εξοπλισμού των ανταρτών που μάχονταν εναντίον του Μπασάρ αλ Ασαντ στη Συρία. Των ίδιων που αργότερα μετατράπηκαν σε μονάδες τζιχαντιστών του Ισλαμικού Κράτους. Και ήταν πάντα εναντίον οποιουδήποτε ανοίγματος προς τη Μόσχα.
Μέσα στη Γερουσία, ο ΜακΚέιν αποδείχθηκε ικανός πολιτικός, πάντα με το θάρρος της γνώμης του. Μάλιστα κάποτε, αντιμετωπίζοντας ένα μέλος του συντηρητικού κινήματος «Τσάι Πάρτι» σε μια εκδήλωση στην Αριζόνα, ο ΜακΚέιν ανακοίνωσε ότι θα καταψήφιζε το νομοσχέδιο για τον περιορισμό της μετανάστευσης, τον οποίο ο ίδιος είχε προωθήσει αρχικά. Καθώς το κόμμα του κινούνταν δεξιά, το ακολούθησε κι εκείνος, όμως είχε επικρίνει τους ακτιβιστές της χριστιανικής Δεξιάς ως «εκπροσώπους της μισαλλοδοξίας».
Βέβαια το 2008, όταν κέρδισε το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών για την προεδρία, επέλεξε ως υποψήφια αντιπρόεδρο μια πολιτική από τα σπλάγχνα του «Τσάι Πάρτι»: τη Σάρα Πέιλιν. Οι αναλυτές θεωρούν ότι τότε άνοιξε η πόρτα για την εφόρμηση του λαϊκισμού στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, που οδήγησε μια δεκαετία αργότερα στην αδιανόητη εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ.
Τα τελευταία χρόνια, καθώς έδινε τη μάχη με την ασθένεια, λένε οι φίλοι του, αποφάσισε να ξανακοιτάξει τη ζωή του, να αναγνωρίσει τα λάθη του. Είχε μακρές συζητήσεις με φίλους και πολιτικούς συνοδοιπόρους. Ηδη άρρωστος έκανε μια ηρωική εμφάνιση στη Γερουσία όπου καταψήφισε, προς έκπληξη όλων, το νομοσχέδιο που είχαν συντάξει οι Ρεπουμπλικανοί για να καταργήσουν το Obamacare, το 2017. Συνήθως ψήφιζε τηρώντας την κομματική πειθαρχία, όμως την έσπασε τόσες φορές ώστε να γίνει εχθρός της ακροδεξιάς πτέρυγας, οι οποίοι ως αντίποινα διέδιδαν το ψέμα πως στον στρατό ήταν προδότης και ότι του απένειμε χάρη ο πρόεδρος Νίξον.
Ως χαρακτήρας ήταν εκρηκτικός, κάτι που αποδίδεται στα χρόνια των βασανιστηρίων όπου η οργή αποτελεί στρατηγική επιβίωσης. Φώναζε σε φίλους και αντιπάλους το ίδιο. Ομως όταν κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του 2008 ψηφοφόροι του μίλησαν άσχημα για τον Ομπάμα, έσπευσε να τον υπερασπισθεί λέγοντας πως είναι ένας σοβαρός άνθρωπος με τον οποίο, απλά, διαφωνεί. Διαφώνησε όμως ανοιχτά και επανειλημμένα με τον Ντόναλντ Τραμπ για τη στάση του απέναντι στις γυναίκες, για τις σχέσεις του με το Κρεμλίνο, για τη ρητορική του μίσους. Ο Τζον ΜακΚέιν διέθετε μια κοφτερή αίσθηση του χιούμορ και της ιστορικής ειρωνείας. Ο τρόπος με τον οποίο οργάνωσε τη σημερινή του κηδεία, το αποδεικνύει.