Νέα δεδομένα στην υπόθεση αποφυλάκισης του επιχειρηματία Αρη Φλώρου προκαλεί η άσκηση έφεσης κατά του βουλεύματος που τον οδήγησε εκτός φυλακής – απόφαση που προκάλεσε έντονες δικαστικές και πολιτικές αναταράξεις.
Πριν από την άσκηση της έφεσης είχε προηγηθεί σχετικό έγγραφο του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Βουρλιώτη, ο οποίος ζητούσε να επανεξεταστεί στο σύνολό της η υπόθεση.
Η άσκηση έφεσης και ουσιαστικά το «άνοιγμα» της υπόθεσης για την πρόωρη αποφυλάκιση Φλώρου ζητείται διότι, όπως αναφέρεται στο εισαγγελικό έγγραφο, «η πιστοποίηση για το ότι το ποσοστό αναπηρίας του κρατουμένου πάνω από 67% είναι αόριστη, δεν είναι θεμελιωμένη και δεν πείθει, ούτε παρατίθενται στοιχεία από τα οποία να φαίνεται ότι αυτά που βεβαιώνονται ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα».
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου αναφέρει πως σε αυτή την παραγγελία οδηγείται «ενόψει του ότι το ιατρικό πιστοποιητικό αναπηρίας στο οποίο στηρίχθηκε η θετική κρίση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδας είναι προδήλως αόριστο, ασαφές και ως εκ τούτου ατεκμηρίωτο ως προς τη συνδρομή του διαλαμβανόμενου ποσοστού αναπηρίας 70%. Και αυτό διότι δεν προσδιορίζονται οι συγκεκριμένες παθήσεις και το σχετικό ποσοστό αναπηρίας, αλλά σημειώνεται απλώς ότι το 35% οφείλεται σε ψυχιατρική πάθηση».
Επιπλέον, ο ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός τονίζει ότι δεν αναφέρεται ο τρόπος υπολογισμού του συνολικού ποσοστού αναπηρίας, ενώ δεν φαίνεται να έχει επισυναφθεί στη δικογραφία και το σχετικό πρακτικό της αρμόδιας επιτροπής ΚΕΠΑ που εξέδωσε την επίμαχη πιστοποίηση. Ολα αυτά, κατά τον Βουρλιώτη, καθιστούν το βούλευμα «κάθε άλλο από εμπεριστατωμένο και πειστικό».
Η ΣΦΡΑΓΙΔΑ. Παράλληλα στις δικαστικές Αρχές της Χαλκίδας διαβιβάζεται και το έγγραφο της διοικήτριας του Ευαγγελισμού Παναγιώτας Γκουλάκη – Μητσάκη, σύμφωνα με το οποίο η γνωμάτευση για τον Αριστείδη Φλώρο φέρει «ανυπόστατη» σφραγίδα. Η αναφορά από τον Ευαγγελισμό θα διαβιβαστεί στον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Χαλκίδας, ο οποίος ήδη έχει διατάξει έρευνα προς διερεύνηση αδικημάτων, όπως η ψευδής βεβαίωση και η δωροδοκία.
Ειδικότερα, και σύμφωνα με το έγγραφο του Ευαγγελισμού που συντάχτηκε στο πλαίσιο της διερεύνησης της γνησιότητας των ιατρικών πιστοποιητικών που εμπερικλείονται στον φάκελο του Φλώρου και μεταβιβάστηκε στην επιτροπή ΚΕΠΑ, οι γνωματεύσεις είναι «πλαστές».
Σύμφωνα, λοιπόν με τη διοικήτρια του Ευαγγελισμού, η γιατρός «με γνωστικό αντικείμενο πνευμονολογία – διαταραχές του ύπνου τοποθετήθηκε στην Α’ Κλινική Εντατικής Θεραπείας ως πανεπιστημιακή υπότροφος», συνεπώς «δεν υπήρξε καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής της στον Ευαγγελισμό ιατρός κλάδου ΕΣΥ και ως εκ τούτου η σφραγίδα της στο έγγραφο Αποτελεσμάτων Μελέτης Υπνου του Φλώρου Αριστείδη “Επιμελήτρια ΚΕΘ” είναι ανυπόστατη».
Επιπρόσθετα, και σύμφωνα με τα όσα αποκαλύπτει η διοικήτρια του νοσοκομείου Ευαγγελισμός, η σχετική γνωμάτευση δεν φέρει «την υπογραφή του επιστημονικά υπευθύνου του Εργαστηρίου Μελέτης Υπνου ή του καθηγητή της Κλινικής Εντατικής Θεραπείας». Μάλιστα, εντύπωση και ερωτηματικά προκαλεί το γεγονός ότι το έγγραφο αποτελεσμάτων μελέτης ύπνου «δεν συνοδεύεται και από το θεραπευτικό κομμάτι της μελέτης c-pap».
Τέλος, η διοικήτρια του Ευαγγελισμού καταλήγει, μετά τον έλεγχο που διεξήγαγε, ότι «δεν υπάρχει ιατρική βεβαίωση – γνωμάτευση για ΚΕΠΑ υπογεγραμμένη από τον επιστημονικά υπεύθυνο του Εργαστηρίου Μελέτης Υπνου ή τον καθηγητή Κλινικής Εντατικής Θεραπείας».
Ο ΠΟΛΑΚΗΣ. Εν τω μεταξύ, σε νέα του ανάρτηση στον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας Παύλος Πολάκης προαναγγέλλει ότι από τα αποτελέσματα των ελέγχων «δεν αποδεικνύεται από την ΗΔΙΚΑ η συνταγογράφηση φαρμάκων που υποτίθεται ελάμβανε για τις άλλες παθήσεις».
Υπενθυμίζεται ότι η αναπηρία του Αρη Φλώρου άνω του 67% «χτίστηκε» σε γνωματεύσεις βάσει των οποίων πάσχει από επιληψία και επιληπτικές κρίσεις, από το σύνδρομο άπνοιας – υπόπνοιας στον ύπνο και από καταθλιπτική διαταραχή.
Εν τω μεταξύ, ο Πολάκης δεν παρέλειψε να εξαπολύσει βολές κατά της Δικαιοσύνης, σημειώνοντας – στο Facebook, όπως συνηθίζει – ότι «η τελική απόφαση για την αποφυλάκιση παίρνεται από το δικαστικό συμβούλιο μετά από ενδελεχή έλεγχο και αξιολόγηση όλων των αποφάσεων και των πιστοποιητικών».