Το όνομά του δεν θα είναι σε κανένα ψηφοδέλτιο. Αλλά κανείς δεν αμφιβάλλει στην Αμερική ότι οι ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου θα είναι ένα δημοψήφισμα για τον Ντόναλντ Τραμπ: «Οι ενδιάμεσες εκλογές ήταν πάντα ένα τεστ για την εκάστοτε κυβέρνηση. Θα είναι όμως ακόμη περισσότερο γι’ αυτήν αν λάβει υπόψη του κανείς τα πάθη που προκαλεί αυτός ο πρόεδρος» δηλώνει στη γαλλική «Μοντ» ο αναλυτής Χένρι Ολσεν.
Ο ίδιος ο Τραμπ φαίνεται να δίνει τεράστια σημασία στο αποτέλεσμα της κάλπης. Είναι κάτι που εξηγεί το γεγονός ότι σχεδιάζει να περιοδεύσει σχεδόν παντού στην προσπάθειά του να εμποδίσει μια ευρεία νίκη των Δημοκρατικών – νίκη που θα μπορούσε να δημιουργήσει πολλά προβλήματα στο υπόλοιπο της θητείας του.
Παραδοσιακά, οι ενδιάμεσες εκλογές δεν είναι ευνοϊκές για το κόμμα που βρίσκεται στην εξουσία. Κι αυτές του ερχόμενου Νοεμβρίου δεν φαίνεται να ξεφεύγουν από τον κανόνα – τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Το Δημοκρατικό Κόμμα έχει βάσιμες ελπίδες ότι θα επανακτήσει τις 23 έδρες που του λείπουν για να ελέγξει την πλειοψηφία, ενώ πιο δύσκολος είναι ο έλεγχος από τους Δημοκρατικούς της Γερουσίας και επομένως ολόκληρου του Κογκρέσου: για να πάρουν την πλειοψηφία, οι Δημοκρατικοί θα πρέπει να κερδίσουν και πολιτείες που στις τελευταίες εκλογές έδωσαν μεγάλα ποσοστά στον Τραμπ.
Από την πλευρά του, ο αμερικανός πρόεδρος έχει επιχειρήματα για τους ψηφοφόρους. Το πρώτο και το βασικό είναι η εξαιρετική υγεία της αμερικανικής οικονομίας, ένα δεύτερο θα μπορούσε να είναι η ανάγκη να συσπειρωθεί το κόμμα γύρω από το πρόσωπό του. Αυτό το δεύτερο επιχείρημα θα μπορούσε να βρει απήχηση στους συντηρητικούς ψηφοφόρους, ανάμεσα στους οποίους ο Ντόναλντ Τραμπ διατηρεί ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά δημοτικότητας που έχουν καταγραφεί ποτέ σε αυτό το χρονικό σημείο μιας πρώτης θητείας.
Αυτό το εκλογικό κοινό, σημειώνουν οι αναλυτές, αφήνουν παντελώς αδιάφορο οι σκοτεινές υποθέσεις στις οποίες εμπλέκεται ο ένοικος του Λευκού Οίκου, είτε πρόκειται για την έρευνα του ειδικού ανακριτή Ρόμπερτ Μιούλερ είτε για την πιθανολογούμενη ανάμειξη των Ρώσων στις προεδρικές εκλογές είτε ακόμη και για την εξαγορά της σιωπής γυναικών, οι οποίες βεβαιώνουν ότι είχαν συνάψει ερωτικές σχέσεις μαζί του ενώ ο ίδιος ήταν παντρεμένος.
«Εάν γίνονταν σήμερα οι εκλογές, νομίζω ότι οι Ρεπουμπλικανοί θα κέρδιζαν τη Γερουσία, αλλά θα έχαναν τον έλεγχο της Βουλής της Αντιπροσώπων, μερικούς κυβερνήτες και αρκετές έδρες στα τοπικά Κοινοβούλια» εκτιμά ο αναλυτής Κάρλιν Μπόουμαν.
Οι μετρήσεις της κοινής γνώμης, πάλι, λένε ότι τα χαμηλά ποσοστά ανεργίας και η ισχυρή ανάπτυξη δεν είναι αρκετά για να εκτοξεύσουν τη συμπάθεια προς το πρόσωπο του Τραμπ. Ενάμιση χρόνο από την ημέρα που πέρασε το κατώφλι του Λευκού Οίκου, ο αμερικανός πρόεδρος βλέπει τη δημοτικότητά του να είναι ελαφρώς χαμηλότερη από εκείνη του Μπαράκ Ομπάμα το 2010, όταν δηλαδή η κρίση των ενυπόθηκων δανείων τίναζε στον αέρα την Αμερική.
Κάτω από αυτό το πρίσμα, οι αναλυτές εστιάζουν στα ποιοτικά χαρακτηριστικά των μετρήσεων. Αυτά δείχνουν ότι ο Τραμπ εξακολουθεί να ηλεκτρίζει την εκλογική του βάση, αλλά την ίδια ώρα απομακρύνει τους πιο μετριοπαθείς συντηρητικούς. Από την άλλη πλευρά, οι ψηφοφόροι των Δημοκρατικών φαίνονται όσο ποτέ άλλοτε αποφασισμένοι να συμμετάσχουν στις εκλογές.