Στη σύγχρονη ιστορία των διεθνών σχέσεων ελάχιστες είναι οι συμφωνίες κρατών οι οποίες, ενώ είχαν τόσο μεγάλη ιστορική σημασία όσο το Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο μη Επίθεσης του Αυγούστου 1939, στην πορεία περίπου «ξεχάστηκαν», συχνά σαν να μην υπήρξαν ποτέ, ή, άλλες φορές, σαν το περιεχόμενό τους να ήταν πολύ πιο «αθώο» από ό,τι στην πραγματικότητα υπήρξε.

Οι λόγοι γι’ αυτό είναι πολλοί, με κυριότερο εξ αυτών ότι, τελικά, ο Χίτλερ έσπασε ξαφνικά το Σύμφωνο με την επίθεση στην ΕΣΣΔ και, στη συνέχεια, η χώρα έδωσε τεράστια ηρωική μάχη με πολλά εκατομμύρια νεκρούς, στρατιώτες και αμάχους και η συμβολή της στην ήττα της Γερμανίας υπήρξε απολύτως καθοριστική. Είναι πολλοί εκείνοι που βάσιμα εκτιμούν ότι αν ο Χίτλερ δεν είχε εξαπολύσει αυτή την ανιστόρητη και μεγαλομανή επίθεση ενδεχομένως θα είχε επικρατήσει τελικά στη Δυτική Ευρώπη, την οποία εν τω μεταξύ είχε ήδη εύκολα υποτάξει.

Ομως, ο «Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος» της ΕΣΣΔ, του Κόκκινου Στρατού και του λαού της αχανούς χώρας, παρά τον απαράμιλλο ηρωισμό και τις θυσίες και παρά τη σημασία του, δεν αλλάζει το αδήριτο γεγονός ότι η συμφωνία είχε υπογραφεί από τις δύο χώρες σε μία εξαιρετικά κρίσιμη στιγμή. Ούτε το γεγονός ότι δεν ήταν απλώς μια συμφωνία μη μεταξύ τους επίθεσης. Τα μυστικά πρωτόκολλα που συνόδευαν το Σύμφωνο Μολότoφ – Ρίμπεντροπ, όπως ονομάστηκε από τους υπουργούς Εξωτερικών των δύο κρατών, προέβλεπαν επίσης, μεταξύ άλλων, τον ουσιαστικό διαμελισμό της Πολωνίας, «ριζικές ρυθμίσεις» μεταξύ των δύο κρατών στις Βαλτικές χώρες, καθώς και την αποχή των δύο χωρών από κάθε ενέργεια υπέρ τρίτης χώρας με την οποία οι συμβαλλόμενες μπορεί να βρίσκονταν σε πόλεμο.

Στην ουσία, Χίτλερ και Στάλιν είχαν μοιράσει όσα τους αφορούσαν άμεσα και είχαν αποφασίσει ότι οι πολεμικές εξελίξεις στη Δυτική Ευρώπη ουδόλως αφορούσαν τη Μόσχα: η ΕΣΣΔ δεν είχε την παραμικρή διάθεση να θεωρήσει τη Γερμανία επιθετική δύναμη, μέχρι που η μανία της τής χτύπησε τελικά την πόρτα. Ομως, μετά το 1945, όταν οι νέες ισορροπίες μεταξύ των Συμμάχων είχαν πλέον διαμορφωθεί την επομένη της γερμανικής ήττας, ουδείς εξ αυτών επιθυμούσε να «ανασκαλέψει» το παρελθόν: ήταν, για όλους, προτιμότερο, αυτό να ξεχαστεί.

Από αυτή ειδικά την άποψη, αποκτά εξαιρετικό ενδιαφέρον το να δει κάποιος σήμερα ποια ήταν η πραγματική υποδοχή του Συμφώνου τη στιγμή που αυτό υπογράφηκε, όπως αυτή αποτυπώθηκε από τα «Αθηναϊκά Νέα». Η ανησυχία στην Ευρώπη έφτασε στο αποκορύφωμά της, οι διπλωματικές ενέργειες και, κυρίως, οι στρατιωτικές προπαρασκευαστικές διαδικασίες πήραν νέα τροπή, ενώ η κοινή γνώμη στη Γηραιά Ηπειρο άρχισε να προετοιμάζεται για εξαιρετικά δυσμενείς εξελίξεις από την τεράστια αυτή, για πολλούς απρόσμενη, επιτυχία της γερμανικής διπλωματίας, που της έλυνε τα χέρια να προχωρήσει σε άμεση εφαρμογή των πολεμικών σχεδιασμών της έχοντας εξασφαλίσει το κρίσιμο ανατολικό μέτωπο από τον πιο επικίνδυνο για αυτήν αντίπαλο.

Η ανησυχία που κατέλαβε την Ευρώπη από το ανίερο αυτό Σύμφωνο δύο χωρών που, θεωρητικά, θα έπρεπε να βρίσκονται στον απόλυτο αντίποδα της πολιτικής, αποτυπώνεται εδώ με τρόπο πρωτογενή και με ενέργεια που ουδέποτε, και μάλιστα διεθνώς, στις επόμενες δεκαετίες αναπαράχθηκε στην πλήρη σημασία του για την ενημέρωση της κοινής γνώμης, στα πλαίσια και μίας δήθεν «ηθικής υπεροχής» της Αριστεράς, καθιστώντας αυτά τα δημοσιεύματα ιστορικά ντοκουμέντα εξαιρετικής αξίας.