Το μήκος του φτάνει μόλις τα 26 εκατ. και είναι φτιαγμένο από χαλκό. Για 4.000 και πλέον χρόνια έστεκε στο πλευρό του ιδιοκτήτη του. Και είναι δύο οι λόγοι που καθιστούν ιδιαίτερης σημασίας το μικρό σπαθί – συνοδό σε έναν ξεχωριστό νεκρό, στο μεγαλύτερο νεκροταφείο της 3ης χιλιετίας στην Κρήτη, εκείνο του Πετρά Σητείας. Είναι το πρώτο όπλο που ανακάλυψαν οι αρχαιολόγοι εδώ και 14 χρόνια στην περιοχή, παρά το γεγονός ότι στον συγκεκριμένο λόφο θάβονταν αποκλειστικά οι ελίτ οικογένειες του γειτονικού ανακτορικού οικισμού. Και δεύτερον ο λάκκος μέσα στον οποίο ήταν θαμμένος ο νεκρός δεν βρισκόταν σε ένα τυχαίο σημείο, αλλά κάτω από το σημαντικότερο και πλουσιότερο (με λάρνακες, χρυσά κτερίσματα και ταφές ηλικιωμένων για την εποχή ανδρών, δηλαδή άνω των 45 ετών) από τα 30 ταφικά κτίρια που έχει αποκαλύψει ώς τώρα η αρχαιολογική σκαπάνη. «Πρόκειται για μοναδική περίπτωση στον Πετρά» λέει στο «Νσυν» η υπεύθυνη της ανασκαφής, επίτιμη διευθύντρια του υπουργείου Πολιτισμού, Μεταξία Τσιποπούλου, για το πολυτελές αντικείμενο που σώζεται σε καλή κατάσταση. «Μέχρι πέρυσι δεν είχαμε βρει ούτε ένα όπλο και ο εντοπισμός ενός μοναδικού δείγματος δεν μας επιτρέπει να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα. Φαίνεται, πάντως, πως δεν συνήθιζαν να θάβουν τους νεκρούς τους συνοδεία όπλων. Το συγκεκριμένο, αν και δεν είναι μεγάλο, είναι χρηστικό και μας υποδεικνύει πως ο νεκρός πρέπει να είχε κάποιον εξέχοντα ηγετικό ρόλο» συνεχίζει η αρχαιολόγος, η οποία ανασκάπτει τους δύο λόφους στον Πετρά Σητείας για περισσότερο από τρεις δεκαετίες.
Ο άνδρας που ήταν τοποθετημένος εκτάδην μέσα στον λάκκο διαμέτρου περίπου 3 μ. δεν ήταν μόνος. Μαζί του ήταν θαμμένο ένα παιδί, αλλά και μια γυναίκα που συνοδευόταν από μεγάλο αριθμό περίτεχνων χρυσών χανδρών, όπως και χανδρών από ασήμι, ίασπι, ορεία κρύσταλλο και καρνελίνη. «Δεν γνωρίζουμε αν συνδέονταν μεταξύ τους καθώς η ταφή του άνδρα είναι πρωτογενής, ενώ τα οστά της γυναίκας και του παιδιού έχουν μεταφερθεί από άλλο σημείο. Εκτιμούμε ότι όταν προχωρήσουμε σε αναλύσεις γενετικού υλικού από τις ειδικευμένες οστεοαρχαιολόγους, υπό τη διεύθυνση της καθηγήτριας Σέβης Τριανταφύλλου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, πιθανόν να μπορέσουμε να διαπιστώσουμε αν υπήρχαν κάποιες συγγένειες ανάμεσα σε νεκρούς που έχουν ταφεί μαζί» εξηγεί η Μεταξία Τσιποπούλου.
ΟΣΤΑ ΕΜΒΡΥΟΥ. Κι αν το χάλκινο όπλο έκλεψε την παράσταση μαζί με τα πλούσια κτερίσματα της γυναίκας του ίδιου τάφου, δεν ήταν και τα μοναδικά που εντυπωσίασαν ακόμη και τους αρχαιολόγους κατά τη φετινή ανασκαφική περίοδο. Μία από τις πιο συγκινητικές εμπειρίες έζησε η ομάδα που αποτελείται από 26 επιστήμονες από την Ευρώπη, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά όταν διέκρινε ανάμεσα στα οστά της λεκάνης ενός γυναικείου σκελετού και ορισμένα πολύ μικρά οστά. «Ηταν συγκλονιστική στιγμή. Επρόκειτο για μια εγκυμονούσα θαμμένη σε ομαδική ταφή περί το 2200-2100 π.Χ.» περιγράφει η ανασκαφέας.
Πρώτη φορά όμως στο ασύλητο νεκροταφείο που βρισκόταν σε χρήση από το 2800 έως το 1900 π.Χ. – και το μοναδικό μινωικό που ανασκάπτεται στον 21ο αι. με τις πλέον σύγχρονες μεθόδους – αποκαλύφθηκε κι ένας κιβωτιόσχημος πρωτοκυκλαδικού τύπου τάφος. «Μοιάζει με ένα ορθογώνιο κουτί στρωμένο με πλάκες και ανήκε σε δύο παιδάκια, ηλικίας τεσσάρων και επτά ετών. Ο κανόνας στα νεκροταφεία της συγκεκριμένης εποχής περιλαμβάνει τριών ειδών τάφους: εκείνους που μοιάζουν με οικίες και μπορεί να καταλαμβάνουν ακόμη και 150 τ.μ. και πολλά δωμάτια, ταφές σε σπηλιές και ταφές σε λάκκους. Ο συγκεκριμένος είναι μοναδικός για το συγκεκριμένο νεκροταφείο. Είναι προφανώς εισαγόμενος ως ιδέα από τις Κυκλάδες, καθώς ο Πετράς ήταν το σπουδαιότερο λιμάνι στην Ανατολική Κρήτη από το τέλος της νεολιθικής εποχής και μέχρι την ίδρυση της Ζάκρου. Ηταν η πύλη εισαγωγής για ασήμι από τις Κυκλάδες, χρυσό από την Αίγυπτο, ελεφαντόδοντο από τη Συρία…» εξηγεί η Μεταξία Τσιποπούλου.
Τέλος, τα βλέμματα προκάλεσε και μία ακόμη ταφή (2600-2300 π.Χ.), επίσης κτερισμένη με δεκάδες χρυσές χάνδρες που φέρουν εξαιρετική εμπίεστη διακόσμηση σπειρών και εκατοντάδες ακόμη χρυσές αλλά και ασημένιες διαμέτρου ενός χιλιοστού, προφανώς ραμμένες πάνω σε κάποιο ένδυμα. «Εχουν βρεθεί περισσότερες από 200 χάνδρες. Οι πολύ μικρές σίγουρα δεν προέρχονταν από κοσμήματα, αλλά είτε τις ύφαιναν μαζί με το νήμα είτε με αυτές κεντούσαν το ύφασμα» εκτιμά η ανασκαφέας. Πώς όμως κατά τη διάρκεια της έρευνας διά γυμνού οφθαλμού εντοπίζονται τόσο μικροσκοπικά αντικείμενα; «Το χώμα συλλέγεται κάθε χρόνο. Φέτος έχουμε 7.200 μεγάλες σακούλες – πέρυσι είχαμε 6.800 – και κατά τη διάρκεια του έτους κοσκινίζεται από τρία διαφορετικά κόσκινα ώστε να ξεχωρίσουμε σπόρους, όστρακα, μικρά οστά, χάνδρες».