Το ενδιαφέρον Παρασκευοσαββατοκύριακο που πέρασε επιφύλασσε αρκετές εκπλήξεις στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Βενετίας και σε ό,τι αφορά τον κόσμο που περιμένει με τις ώρες έξω από τη Salla Grande για να θαυμάσει τα είδωλά του, η Lady Gaga είχε τα πρωτεία. Περπάτησε το κόκκινο χαλί ντυμένη στα ροζ συνοδεύοντας τον Μπράντλεϊ Κούπερ στην πρεμιέρα της ταινίας του τελευταίου «Ενα αστέρι γεννιέται» («A star is born»). Κλασικός μύθος της αμερικανικής ποπ κουλτούρας, έχει μεταφερθεί αρκετές φορές στο σινεμά, αρχίζοντας από τη δεκαετία του 1930 και φτάνοντας μέχρι την πολύ γνωστή τής δεκαετίας του 1970 με την Μπάρμπρα Στράιζαντ και τον Κρις Κριστόφερσον.
Η Lady Gaga αποδεικνύεται «κουτί» στον ρόλο της ασχημούλας τραγουδίστριας με το ταλέντο στη φωνή, η οποία καταφέρνει να ξεπεράσει τον μέντορα και σύντροφό της (τον υποδύεται ο ίδιος ο Κούπερ). Καλό ντεμπούτο στη σκηνοθεσία του 43χρονου αμερικανού ηθοποιού, ο οποίος έχει μεγάλες σκηνοθετικές ανησυχίες, όπως φάνηκε στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε την ημέρα της πρεμιέρας της ταινίας. «Περνούν τα χρόνια και νομίζω ότι ήρθε η ώρα να ασχοληθώ περισσότερο με κάτι που πραγματικά αγαπώ» είπε χαρακτηριστικά. To επόμενο σκηνοθετικό σχέδιό του είναι μια βιογραφία του Λέοναρντ Μπέρνσταϊν στην οποία θα πρωταγωνιστεί ο ίδιος. Δίπλα του στη συνέντευξη Τύπου, η Lady Gaga, αρκετά εξομολογητική σε ό,τι αφορά την εποχή που ξεκινούσε στη μουσική βιομηχανία. Ενώ άρεσαν τα τραγούδια της, το πρόσωπό της ήταν εμπόδιο. Ωστόσο, κατάφερε να το επιβάλει με τη δουλειά της, γι’ αυτό και σήμερα βρίσκεται στο σημείο όπου όλοι ξέρουμε.
ΜΑΚΑΒΡΙΟΣ ΧΟΡΟΣ. Μιλώντας για ανακατασκευές κλασικών μύθων, ένας ιταλός σκηνοθέτης έκανε το ίδιο «αγγίζοντας» μια cult ταινία τρόμου του 1977, καμία άλλη από το «Suspiria» του Ντάριο Αρτζέντο, το οποίο ήρθε στα χέρια του Λούκα Γκουαντανίνο, ενός μεγάλου ταλέντου του σύγχρονου ιταλικού κινηματογράφου, με ταινίες όπως το «Εγώ είμαι ο έρωτας» και το οσκαρικό «Να με φωνάζεις με το όνομά σου».
Αν και έχω να δω την ταινία του Αρτζέντο πολλά χρόνια, η πρώτη εντύπωση που μου έκανε το ριμέικ ήταν πολύ καλύτερη από την πρώτη εντύπωση που μου είχε κάνει το πρωτότυπο. Μια μακάβρια ιστορία που με φόντο ένα Βερολίνο ασταμάτητα βροχερό εκτυλίσσεται στο μεγαλύτερο μέρος της μέσα στην αίθουσα όπου κάνει πρόβες ένας χορευτικός θίασος, η ταινία περιέχει ορισμένες καταπληκτικές σκηνές, όπως για παράδειγμα η παράλληλη σκηνή χορού μιας εξαιρετικής χορεύτριας (Ντακότα Τζόνσον) με τον διαμελισμό ενός γυναικείου σώματος που ακολουθεί μεταφυσικά τον χορό χωρίς να μπορεί να ελέγξει το σώμα της. Ως καλλιτεχνική διευθύντρια του χορευτικού θιάσου, η στυλάτη Τίλντα Σουίντον είναι η γυναίκα με το μεγάλο μυστικό της ταινίας, μια υπέροχη φιγούρα όπως πάντα, στην τρίτη συνεργασία της με τον Γκουαντανίνο.
ΔΥΟ ΓΟΥΕΣΤΕΡΝ. Οταν το μυθιστόρημα «Οι αδελφοί Αδελφές» κυκλοφόρησε το 2011 (στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Ψυχογιός), μεγάλο μέρος της παγκόσμιας κριτικής λογοτεχνίας μίλησε για την ανακάλυψη ενός μεγάλου νέου ταλέντου, εκθειάζοντας το ξεχωριστό στυλ και το αφηγηματικό ύφος του Πάτρικ ντε Γουίτ. Αυτό το παράξενο, αστείο και πολύ βίαιο γουέστερν, πάνω στην ιστορία δύο φονιάδων αδελφών των οποίων το επώνυμο είναι… Sisters (Αδελφές), ένιωθες ότι «αναζητούσε» άμεσα μια κινηματογραφική μεταφορά.
Αν και πολλοί βρήκαν στο κείμενο ότι το ύφος του καναδού συγγραφέα ταιριάζει αρκετά με εκείνο των αδελφών Τζόελ και Ιθαν Κόεν, ο κλήρος της κινηματογραφικής μεταφοράς του έπεσε τελικά σε έναν γάλλο σκηνοθέτη, τον Ζακ Οντιάρ, ο οποίος δεν είχε ποτέ στο παρελθόν ασχοληθεί με το γουέστερν, καθώς τα έργα του είναι συνήθως σύγχρονα και απηχούν θέματα που άπτονται της επικαιρότητας («Προφήτης», «Ντιπάν» κ.ά.).
Το αποτέλεσμα ήταν μια ταινία που, έτσι όπως έχουν μέχρι στιγμής τα πράγματα, είναι ήδη η αγαπημένη μου. Ο Οντιάρ ακολουθεί κατά γράμμα το μυθιστόρημα (το έχω διαβάσει), αλλά την ίδια ώρα του δίνει μια συναισθηματική γλυκύτητα που ίσως να μην υπήρχε στο βιβλίο. Η πορεία των δύο αδελφών είναι βουτηγμένη στο αίμα και στους δεκάδες φόνους, όμως η λύτρωση παραμονεύει στη γωνία και είναι κυριολεκτικά ανυψωτική. Ο Τζον Σ. Ράιλι και ο Χοακίν Φίνιξ υποδύονται τους αδελφούς Αδελφές και το κάστινγκ δεν θα μπορούσε να είναι πιο πετυχημένο, ιδίως στην περίπτωση του σωματώδους Ράιλι, που μπορεί μεν να δείχνει «αργός» μπροστά στον καπάτσο αδελφό του, είναι όμως πολύ πιο σίγουρος σε ό,τι κάνει.
Οι αδελφοί Κόεν δεν γύρισαν τους «Αδελφούς Αδελφές», ήρθαν ωστόσο στη Βενετία για να παρουσιάσουν τη νέα ταινία τους, η οποία επίσης ανήκει στο είδος του γουέστερν. Για την ακρίβεια, «Η μπαλάντα του Μπάστερ Σκραγκς» («The ballad of Buster Scruggs») είναι μια συρραφή ιστοριών, σαν να λέμε έξι μικρού μήκους ιστορίες της Αγριας Δύσης που συνθέτουν μια μεγάλου μήκους ταινία. Ενα παιχνίδι περισσότερο των έμπειρων σκηνοθετών, όχι από τις καλύτερες στιγμές τους, το οποίο όμως διακρίνεται από χιούμορ, γκροτέσκα βία και πλήθος αναφορών στο είδος με το οποίο έχουν ασχοληθεί στο παρελθόν με το «Αληθινό θράσος».