Με αφετηρία την Ελλάδα αλλά και την πατρίδα του τη Σερβία, ο σκηνοθέτης Νικίτα Μιλιβόγεβιτς επέλεξε να ανεβάσει τον «Πλούτο» (338 π.Χ.) του Αριστοφάνη για να διαχειριστεί το θέμα του από τη σκοπιά των Βαλκανίων – και σαν αντίληψη και σαν μουσική προσέγγιση. Και τελικά παρουσίασε ένα άλλο έργο, που ξεκινά από τον Αριστοφάνη και καταλήγει στην κρίση της εποχής μας – κλισέ…
Ο «Πλούτος» είναι το τελευταίο σωζόμενο έργο του αττικού κωμωδιογράφου. Η δομή του άλλωστε πιστοποιεί το πέρασμα από την αρχαία στη νεότερη εκδοχή του είδους, με μια σειρά από διαφοροποιημένα χαρακτηριστικά, με πρώτο την επιλογή αστικών θεμάτων, τη μείωση του ρόλου του Χορού αλλά και τον περιορισμένο πολιτικό σχολιασμό. Παράλληλα μειώνει τις βωμολοχίες.
Με κεντρικό πρόσωπο τον Χρεμύλο, έναν χρεοκοπημένο κτηματία, και τον πιστό του δούλο Καρίωνα, ο Αριστοφάνης θέτει εξαρχής τον προβληματισμό του. Γιατί ένας ευσεβής και τίμιος άνθρωπος να χάσει ό,τι έχει και δεν έχει. Ισως ο τυφλός Πλούτος να είναι η απάντηση, καθώς δεν καταφέρνει να διακρίνει τους δίκαιους από τους άδικους, τους έντιμους από τους ανέντιμους. Γι’ αυτό και όταν ο Χρεμύλος θα θελήσει να τον περιθάλψει, με στόχο να τον κάνει να ξαναβρεί το φως του, ουκ ολίγες κωμικοτραγικές καταστάσεις θα ξεδιπλωθούν μπροστά μας. Πού καταλήγει ο Αριστοφάνης; Οτι όταν ευημερεί η πόλη, ευημερεί και ο πολίτης…
ΑΛΛΟ ΕΡΓΟ. Η παράσταση του Νικίτα Μιλιβόγεβιτς στηρίζεται στην αριστοφανική κωμωδία και από ένα σημείο και μετά μετατρέπεται σε ένα άλλο έργο – με την υπογραφή τη δική του και των συνεργατών του. Η ελεύθερη διασκευή ενός έργου δεν είναι κάτι πρωτότυπο. Αντιθέτως, είναι πολύ πιο πρωτότυπο για έναν σκηνοθέτη να μείνει πιστός στο κείμενο του έργου και να μπορέσει να αρθρώσει τον δικό του λόγο χωρίς να προχωρήσει σε αναπροσαρμόσεις. Ο Μιλιβόγεβιτς έφτιαξε μια παράσταση για να μας πει ότι η Πενία έχει δίκιο, και πως αν όλοι είχαν λεφτά κανείς δεν θα δούλευε. Μειώνοντας έτσι τον καθοριστικό ρόλο του κυρίαρχου αριστοφανικού διπόλου Πλούτος – Πενία.
Με αποτέλεσμα η παράσταση να χάνει ειρμό και εσωτερική δομή και να μετατρέπεται σε ένα ομαδικό πανηγύρι με βαλκανικούς ήχους όπου το μόνο που διασώζεται είναι η μουσική του Αγγελου Τριανταφύλλου, πάντα μελωδική και εξαιρετικά ερμηνευμένη από τη ζωντανή ορχήστρα-Χορό.
Σε τελική ανάλυση, αν ένας σκηνοθέτης καταφέρει να φτιάξει το δικό του έργο και να πετύχει τον στόχο του, ας ξεχάσουμε το πρωτότυπο. Στην προκειμένη περίπτωση όμως το δημιούργημα του Μιλιβόγεβιτς αποδείχθηκε άστοχο και χαμένο στη μετάφραση μιας σύγχρονης (;) ανάγνωσης… Μετά την έλευση της Πενίας, η παράσταση πήρε τη μορφή πανηγυριού, με την «Ντολόρες», μια φιγούρα που εμπνεύστηκε ο Μιλιβόγεβιτς, να δίνει το πρόσταγμα, και έναν θεό Ασκληπιό από άλλο έργο…
Η παράσταση, πέρα από το πρώτο μέρος, άφησε ανεκμετάλλευτο τον καλό θίασο που διέθετε. Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, ο Γιώργος Γάλλος και ο Στέλιος Ιακωβίδης, Πλούτος, Χρεμύλος και Καρίων, αντιστοίχως, έκαναν μια ενδιαφέρουσα εκκίνηση, για να χαθούν τελικά στο βαλκανικό πανηγύρι…