Γυρίσαμε; Γυρίσαμε. Μοιάζει μάλιστα να γυρίσαμε περισσότεροι απ’ όσοι φύγαμε. Καθώς περιφέρουμε τα απόνερα της καλοκαιρινής ραθυμίας στην πόλη, τα αυτοκίνητα στους δρόμους μάς φαίνονται πιο πολλά, οι θέσεις για πάρκινγκ πιο μικρές, τα φανάρια πιο αργά. Στα μέσα μαζικής μεταφοράς μπαινοβγαίνουμε πιο βραδυκίνητα, το σώμα μας διατηρεί ακόμη τη μνήμη του πηγαινέλα στην παραλία.

Η αντανάκλαση της καλοκαιρινής διάθεσης που τον Μάιο και τον Ιούνιο μετουσιώνεται στην αισιόδοξη και αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι, από τα τέλη Αυγούστου και μετά γίνεται βαριά κι ασήκωτη, σαν να κουβαλάμε στους ώμους μας ένα σακίδιο γεμάτο με όλα αυτά που δεν προλάβαμε να κάνουμε ούτε φέτος το καλοκαίρι. Ειδικά φέτος. Τα ποτά που δεν ήπιαμε, τα ξενύχτια που δεν είδαν την ανατολή του ήλιου, εκείνο το βραδινό μπάνιο με πανσέληνο που ξεκινάει ως πλήρες πρότζεκτ το πρωί και καταλήγει αργά το απόγευμα στο «πού να τρέχουμε τώρα…», τις φωτογραφίες που δεν βγάλαμε, τις τοπικές γεύσεις που δεν δοκιμάσαμε, εκείνη την ανεμελιά που πριν καλά καλά ξεμυτίσει ερχόταν και τη σφαλιάριζε η πραγματικότητα.

Προσπαθώντας λοιπόν να ανασυνθέσουμε, θέλουμε – δεν θέλουμε, τη ζωή της μεγαλούπολης, θα ξεγελάσουμε για λίγο ακόμη τους εαυτούς μας με αγχωμένες αποδράσεις τα Σαββατοκύριακα και αρνούμενοι να καθαρίσουμε τα τελευταία υπολείμματα της άμμου από τα πατάκια του αυτοκινήτου. Ετσι είναι. Καθώς μεγαλώνουμε και τα καλοκαίρια μας γίνονται ολοένα και πιο μικρά, δικαιούμαστε να ζήσουμε τουλάχιστον την παράταση της ψευδαίσθησής τους.

Παράλληλα, αρχίζει να συγκεντρώνεται και πάλι στα αστικά κέντρα η, κατ’ ευφημισμόν λεγόμενη, ελληνική σόουμπιζ που το καλοκαίρι, ακολουθώντας τους παραθεριστές, διαχέεται σε «άδεια χωριουδάκια κι ασυνάρτητη επαρχία (…) σε παραλίες σκουπιδοτόπων (…)» εκεί όπου «δίπλα απ’ το κύμα έχει τ’ άλογα λυμένα, θα τον δεις, ο ασπροντυμένος μπουζουξής» όπως το περιγράφει ο Σαββόπουλος στην «Πρωτομαγιά» του.

Ενταγμένες στη μαζική μας κουλτούρα εδώ και πολλές δεκαετίες (ουσιαστικά από τις αρχές της δεκαετίας του 1980) οι καλοκαιρινές περιοδείες τραγουδιστών μεταλλάχθηκαν κι αυτές συνεπικουρούσης και της κρίσης. Οι δήμοι δεν έχουν χρήματα να «αγοράσουν» συναυλίες, τα στάδια δεν γεμίζουν, οι μεγαλύτεροι (όχι μόνο στην ηλικία αλλά και στο καλλιτεχνικό εύρος) τραγουδιστές και μουσικοί μεγάλωσαν, κουράστηκαν, βαρέθηκαν, οι καινούργιοι έχουν κάνει λάβαρο το «δουλίτσα να υπάρχει». Κι έτσι οι πάλαι ποτέ συναυλίες στην καλύτερη περίπτωση έγιναν πάρτι, στη χειρότερη εντάχθηκαν σε πανηγύρια. Επενδύοντας στην ανάγκη της νέας γενιάς να «ακουμπήσει» παρηγορητικά σε μια αίσθηση εντοπιότητας πίνοντας τσίπουρο (με ή χωρίς γλυκάνισο) και ξεσαλώνοντας με Γιάννη Χαρούλη. Αλλά και κατασπαράζοντας την αυθεντικότητα του πανηγυριού.

Οπου να ‘ναι, ό,τι να ‘ναι

Και τι δεν είδαν τα μάτια μου σε αφισέτα και event αυτό το καλοκαίρι. Που, μετά το γέλιο των πρώτων λεπτών, αφήνει μια μελαγχολία. Ειδικά όταν πρόκειται για ανθρώπους με μακρόχρονη καριέρα που τους έχει εξασφαλίσει και οικονομικά και ως προς τη σχέση τους με το κοινό. Διάσημη εδώ και δεκαετίες «τα κάνω όλα» περσόνα της σόουμπιζ, διαφημίζει «επιδιορθώσεις τακουνιών» στις Κυκλάδες μεταμφιεσμένος σε τζίνι. Τραγουδοποιός με μεγάλο ρεπερτόριο και ακόμη μεγαλύτερες επιτυχίες, που θα μπορούσε με έναν – δυο γκεστ καλλιτέχνες να γεμίσει έστω μια μεγάλη αλάνα, έδωσε «συναυλία» σε ταβέρνα της Σύρου χωρητικότητας εβδομήντα ατόμων, με χορηγούς, αναγεγραμμένους μάλιστα φάτσα φόρα και στην αφίσα, εταιρεία χωματουργικών εργασιών, κρεοπωλείο και κατάστημα ζωοτροφών. Μη μου άπτου τραγουδίστρια που έχει πλασαριστεί ως «η φωνή» τραγούδησε στο πανηγύρι Τυριού και Βοσκού στην Κρήτη όπου, στα διαφημιστικά σποτ, η συμμετοχή της αναγγελλόταν back to back με την παρουσίαση της μεγαλύτερης κεφαλογραβιέρας στον κόσμο. Δύο τουλάχιστον ποπ είδωλα της εποχής των απόλυτων σταρ πήραν φέτος σβάρνα μπιτσόμπαρα και καφετέριες.

Από την άλλη, εγώ που αγαπώ το θέατρο και τους ηθοποιούς, ειδικά τους νέους που δουλεύουν κάτω από αντίξοες συνθήκες, σκέφτομαι ότι ένας τραγουδιστής, έστω και όχι στην πρώτη σειρά της επιτυχίας, με τούτα και με κείνα, ένα μεροκαματάκι θα το βγάλει. Πεντακοσαρικάκι (που θεωρείται αμοιβή της ξεφτίλας); Πεντακοσαρικάκι; Αν μάλιστα μπει στη λίστα αυτών που διατίθενται για γάμους και βαφτίσεις, το τριχιλιαράκι το έχει στην τσέπη. Δεν θέλω να σκέφτομαι πόσες ώρες πρέπει να ματώσει στη σκηνή ένας ηθοποιός για να πάρει ένα πεντακοσάρικο (περί τριχίλιαρου δεν το συζητάμε καν).

Στο τέλος μένει το τραγούδι

Τρεις Σεπτεμβρίου χθες και γενέθλια με 44 κεράκια για το ΠΑΣΟΚ. Και αν το είχε ξεχάσει κανείς, τού το θύμισαν τηλεοράσεις και ραδιόφωνα που από το πρωί παιάνιζαν «Καλημέρα Ηλιε», Κάρμινα Μπουράνα και «Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες τρεις του Σεπτέμβρη να περνάς». Η μόνη επέτειος ίδρυσης κόμματος που έχει περάσει στο συλλογικό μας ασυνείδητο λένε. Με όχημα και τη μουσική προσθέτω. Το τραγούδι του Μάνου Λοΐζου, η μουσική του Καρλ Ορφ και οι στίχοι του Μάνου Ελευθερίου (γραμμένοι για τον Μακρυγιάννη και την εξέγερση του 1843 που έφερε το πρώτο Σύνταγμα στην Ελλάδα) συντηρούν και επαναφέρουν στη μνήμη εποχές που η πολιτική είχε και τη μουσικοχορευτική της παράδοση.

Κωνσταντίνος Ρήγος (σκηνοθέτης, χορογράφος)

Τι μου αρέσει

Το Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος ως πρόταση διαφυγής από την ουσιαστική και συμβολική ασφυξία της Αθήνας. Η απεραντοσύνη της Λεωφόρου Συγγρού, το κέντρο της πόλης το βράδυ, οι βόλτες γύρω από τη Βουλή και στον Εθνικό Κήπο. Το καφέ του Zonars, τα μικρά εστιατόρια στου Ψυρή, η περιρρέουσα πολυπολιτισμικότητα. Και κυρίως ότι, στρίβοντας σε μια γωνιά, μπορείς πάντα να έρθεις αντιμέτωπος με το αναπάντεχο.

Tι δεν μου αρέσει

Οι κακοφτιαγμένοι δρόμοι της, οι λακκούβες, η κίνηση.