Το σαιξπηρικού ύφους ερώτημα «να υπάρχουν βραβεία ή να μην υπάρχουν» αναδύεται κάθε φορά που ανακοινώνονται οι υποψήφιοι για τον τίτλο του καλύτερου παίκτη στον κόσμο.
Μπορεί σε ένα ομαδικό άθλημα όπως είναι το ποδόσφαιρο να υπάρχουν τίτλοι ατομικών διακρίσεων; Πώς υπολογίζεται η συνεισφορά ενός τερματοφύλακα με αυτήν ενός επιθετικού; Χαιρόμαστε για το γκολ αλλά κανείς δεν πανηγυρίζει για το μηδέν στην άμυνα. Αν όμως ο τερματοφύλακας δεχόταν πέντε γκολ και ο επιθετικός σημείωνε τέσσερα θα βραβευόταν ποτέ ο παίκτης που έστειλε την μπάλα στα δίχτυα;
Σούπερ παίκτης ο Ρονάλντο, αυθεντικό ταλέντο ο Μέσι, «μηχανάκι» ο Μόντριτς, αλλά κανένας τους δεν θα μπορούσε μόνος να κατακτήσει τίτλους. Στο τελευταίο του βιβλίο «Το χέρι του Θεού. Η αλήθεια μου» ο Ντιέγκο Μαραντόνα κάνει κομμάτια τον μύθο ότι κατέκτησε μόνος του το Μουντιάλ του 1986. «Ποτέ δεν πίστεψα ότι θα μπορούσα να νικήσω μόνος μου γιατί αυτό δεν υπάρχει», γράφει ο Ντιεγκίτο. Ακόμα όμως κι αν δεχτούμε πως πάντοτε υπάρχει ένας παίκτης που ξεχωρίζει, η ανάδειξη του κορυφαίου περιέχει ψήγματα υποκειμενικότητας. Κάποτε λαμβανόταν ως δεδομένο πως ο καλύτερος έπρεπε να ανήκει σε ομάδα που κατακτά σπουδαίο τίτλο.
Το 2004, μετά τη μεγαλύτερη ποδοσφαιρική έκπληξη όλων των εποχών, την κατάκτηση του Euro από τη Γαλανόλευκη, ο καλύτερος παίκτης του τουρνουά Θοδωρής Ζαγοράκης κατετάγη πέμπτος στη Χρυσή Μπάλα και πρώτος ο κορυφαίος σκόρερ της Serie A, Αντρι Σεβτσένκο.
Το 2010 οι εκπληκτικοί Ινιέστα και Τσάβι που κατέκτησαν το Μουντιάλ είδαν την πλάτη του Μέσι. Και το 2014, ο εγκέφαλος της παγκόσμιας πρωταθλήτριας Γερμανίας Τόνι Κρος κατετάγη 9ος πίσω από τον 7ο Νεϊμάρ και τον 8ο Χάμες Ροντρίγκες. Για να διαπιστώσει κάποιος πόσο εκτίθεται το ποδόσφαιρο με αυτές τις βραβεύσεις αρκεί να διαβάσει τις προτιμήσεις των εκλεκτόρων.
Δυστυχώς όμως δεν υπάρχει περίπτωση να καταργηθούν τα ατομικά βραβεία γιατί το χρήμα των μεγάλων εταιρειών είναι αυτό που έχει την πιο δυνατή φωνή στα κέντρα αποφάσεων.