Συχνά κατηγορούμε εαυτούς και αλλήλους ότι έχουμε παραδοθεί πολιτικά, κοινωνικά και ατομικά βέβαια σε ό,τι διαφημίζεται ή μας υποβάλλεται με τους χίλιους δυο τρόπους που έχει ο σύγχρονος κόσμος για να κάνει τα προϊόντα του, όχι μόνο επιθυμητά, αλλά και αναγκαία. Ανάμεσα στα προϊόντα λογαριάζουμε και τις ιδέες – ιδέες, λέμε τώρα -, τις προτάσεις ή, ακόμα χειρότερα, τις αφόρητα αδιαφανείς προπαγανδιστικές μεθόδους των κομμάτων προκειμένου να συγκινήσουν ανθρώπους που άγονται και φέρονται άβουλοι. Χωρίς μια στοιχειώδη κριτική σκέψη και προπαντός χωρίς να αναρωτιούνται τι συμβαίνει άραγε πίσω από την κάθε βιτρίνα, ή – ακόμη πιο κακό αυτό – χωρίς να υποψιάζονται πως υπάρχει κάτι για το οποίο δεν θα γίνει ποτέ λόγος, δεν θα διαφημιστεί, κι ωστόσο είναι αυτό που πραγματικά αξίζει.
Πόσο ωραία, αν και με διαφορετική αφορμή, το είχε διατυπώσει τη δεκαετία του ’60 ο Αγγελος Τερζάκης όταν έγραφε «Γιατί υπάρχουν άνθρωποι που δεν αναρωτιούνται ποτέ. Ρωτάνε μόνο». Εχει γίνει σχεδόν ένα μόνιμο θέμα στις συντροφιές, ακόμη και τις λιγότερο επιρρεπείς στον θεωρητικό λόγο, ή χωρίς ιδιαίτερους δεσμούς ανάμεσα στα μέλη τους, ότι δεν προβάλλουμε κανενός είδους αντίσταση σε όσα μας γίνονται γνωστά με έναν καταιγιστικό τρόπο λόγω κυρίως του Διαδικτύου και της τηλεόρασης (ακόμη και σε μέσα μαζικής μεταφοράς θα ακούσεις κάποιον απευθυνόμενο υποτίθεται στους συνεπιβάτες του, αλλά στην ουσία με το βλέμμα του προσηλωμένο στο κενό, ως σχόλιο στην τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα να λέει: «Τι περιμένεις όταν δεν ξεσηκώνεται κανείς και δεν προβάλλουμε καμιά αντίσταση;», ενώ αντίθετα η ίδια η πραγματικότητα σε διαψεύδει με τον πιο πανηγυρικό τρόπο.
Σε βαθμό που θα έλεγες για εμάς τους Ελληνες ότι είμαστε ένας κατεξοχήν αντιστασιακός λαός, φτάνει να ρίξεις μια ματιά γύρω σου. Δεν έχει παρά να προσέξει κανείς τα σώματα των ανθρώπων – ανδρών και γυναικών – που συναντάει καθημερινά στις μετακινήσεις του είτε πεζός είτε κυρίως στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Δέκα στα εκατό σώματα θα έλεγες ότι γυμνάζονται, ότι προσέχουν τη διατροφή τους, ότι εν πάση περιπτώσει ενδιαφέρονται να είναι επιθυμητά με την πρώτη ματιά. Ολοι οι υπόλοιποι, σαν να έχουν συμπήξει μια αδιατύπωτη ανάμεσά τους συμφωνία, να συμπεριφέρονται και να διαιτώνται με έναν τρόπο που μοιάζει όχι απλά να αγνοεί, αλλά να καθιστά ανύπαρκτη όλη αυτή τη διαφημιστική ομοβροντία με τις διατροφές, τα ινστιτούτα αδυνατίσματος ή καλλονής, τα γυμναστήρια, ό,τι τέλος πάντων θέλει να μας μετατρέψει σε είδωλα.
Πώς είναι δυνατόν μια τέτοιου είδους αντίσταση να μην μπορεί να εξελιχθεί σε μια αντίσταση που θα προβάλλαμε ως κοινωνικό σύνολο σε τόσες καθημερινές και προσβλητικές μεθόδους χειραγώγησής μας, όποια κι αν είναι η προέλευσή τους.