«Ποιος έζησε εκείνη τη νύχτα και δεν θυμάται τις φωνές; Ποιος δεν θυμάται τους ήχους; Τα πρόσωπα σε απόγνωση;». Μία από τους τελευταίους εν ζωή μάρτυρες της τρομερής νύχτας της 6ης Σεπτεμβρίου του 1955 στην Πόλη διηγείται τις αναμνήσεις της με αφορμή την 63η επέτειο από τα Σεπτεμβριανά. Η Ελένη Αναπνιώτη, ένα 11χρονο κορίτσι τότε, μια 74χρονη γυναίκα σήμερα, δεν μπορεί να ξεχάσει.
Τη νύχτα εκείνη, που μέσα σε λίγα λεπτά ένας μαινόμενος όχλος πλημμύριζε την Πλατεία Ταξίμ κραδαίνοντας ρόπαλα, τσεκούρια και σιδερένιους λοστούς, η ιστορία του Ελληνισμού της Πόλης άλλαζε για πάντα σελίδα. Το πλήθος ξεχυνόταν στην Ιστικλάλ και στους γύρω εμπορικούς δρόμους με το φοβερό σύνθημα να δονείται στον αέρα: «Κάψτε, γκρεμίστε, ανάθεμα στους γκιαούρηδες». Το έκαναν πράξη.
37 δολοφονίες
Κατά τη διάρκεια της θηριωδίας που εκτυλίχθηκε 37 άνθρωποι δολοφονήθηκαν, 4.500 καταστήματα καταστράφηκαν, 2.100 οικίες παραδόθηκαν στις φλόγες, 71 εκκλησίες λεηλατήθηκαν. Εκατοντάδες γυναίκες έπεσαν θύματα βιασμού. Νεκροταφεία συλήθηκαν. Το κόστος των καταστροφών υπερέβη το ένα δισ. δολάρια. Το πογκρόμ είχε καθοδηγηθεί από την Ειδική Υπηρεσία Ανορθόδοξου Πολέμου της Τουρκίας και εκτελέστηκε από κρατικούς και παρακρατικούς φορείς, με αφορμή τη ψευδή είδηση της τοποθέτησης βόμβας στο πατρικό του Κεμάλ Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη. Στην πραγματικότητα αποτελούσε την αιχμή ενός καλά οργανωμένου σχεδίου κατά των μειονοτήτων της Πόλης. Υποπτος θεωρήθηκε από κάποιους και ο ρόλος των Βρετανών, οι οποίοι είχαν στρέψει την τουρκική κοινή γνώμη κατά των Ελλήνων με αφορμή το Κυπριακό, στο πλαίσιο δικών τους συμφερόντων.
«Την εποχή εκείνη βρισκόμασταν στο εξοχικό μας στον Βόσπορο. Αρκετοί μέναμε ώς τα τέλη Οκτωβρίου στην εξοχή, καθώς η πρόσβαση στο σχολείο ήταν πολύ εύκολη με το καράβι και το λεωφορείο. Το βράδυ της 6ης Σεπτεμβρίου του 1955 ο πατέρας μου ήρθε νωρίς στο σπίτι. Από το πρωί αρκετοί φίλοι Τούρκοι ψιθύριζαν σε Ελληνες: “Απόψε πήγαινε νωρίς στο σπίτι” ή “Μη βγεις το βράδυ”. Ολοι ήξεραν ότι κάτι θα γίνει, αλλά κανείς δεν φανταζόταν τι…» διηγείται η Ελένη Αναπνιώτη στα «ΝΕΑ».
Η οικογένειά της θα το συνειδητοποιούσε σύντομα με τον πιο δραματικό τρόπο, όπως όλοι οι Ρωμιοί της Πόλης. «Ενώ βρισκόμασταν στο σπίτι, ένας όχλος άρχισε να περνάει απέξω. Ηταν ξένοι, δεν ήταν ντόπιοι από το Νιχώρι. Ξέκλεψα λίγα δευτερόλεπτα στο παράθυρο παρά τις φωνές της μητέρας μου και τους είδα: Αγριοι, άξεστοι, από τα βάθη της Ανατολής που, όπως μάθαμε αργότερα, τους ξεφόρτωναν με μαούνες από την ασιατική πλευρά του Βοσπόρου» συνεχίζει.
Οι κραυγές
«Κλειδαμπαρωθήκαμε σε ένα δεύτερο χολ του σπιτιού, ενώ ο πατέρας και ο αδελφός μου άρπαξαν ξύλα οικοδομής και κασμάδες που είχαμε στην αυλή και περίμεναν πίσω από την πόρτα. Οι κραυγές έξω αυξάνονταν. Εμείς μέσα προσευχόμασταν τρομαγμένοι. Ξαφνικά, ακούστηκε να πέφτουν τζάμια από το κοντινό σπίτι φίλων μας και μια γυναίκα να ουρλιάζει: “Μην μας πειράξετε, δεν έχουμε κάνει τίποτα”. Αυτές τις φωνές και τον ήχο από τα τζάμια τις έχω ακόμη μέσα στο αφτί μου, δεν μπορώ να τα ξεχάσω» λέει η Ελένη Αναπνιώτη.
«Ευτυχώς είχαμε καλούς γείτονες. Πριν μπει ο όχλος στον κήπο μας, ένας από τους ενοικιαστές μας, ένα νέο παιδί, Τούρκος, έβαλε την τουρκική σημαία απέξω και τους φώναζε να μην μπουν γιατί εδώ κατοικούν μόνο Τούρκοι. Τον βοήθησε και ένας γείτονας από απέναντι. Υπήρχαν καλοί άνθρωποι. Την επόμενη μέρα το πρωί ο πατέρας και ο αδελφός μου κατέβηκαν στο Πέραν να δουν τι έχει απογίνει το σπίτι μας, ένα τριώροφο χτισμένο το 1952. Ο πατέρας μου ήταν γιατρός και είχε το ιατρείο του μαζί με το σπίτι. Οι εικόνες που αντίκρισαν ήταν πολύ σκληρές: Η εκκλησία της Αγίας Τριάδας στην Πλατεία Ταξίμ κάπνιζε ακόμη, τα άμφια και οι εικόνες ήταν πεταμένα στον δρόμο. Στην Ιστικλάλ στρώματα από εμπορεύματα Ελλήνων, λεηλασίες, ανθρώπινα δράματα, μνήμες που δεν σβήνουν.
Κατηφόρισαν για το ιατρείο και εκεί είδαν το εξής: Ενας γείτονας είχε ξεκρεμάσει την πινακίδα με το ελληνικό μας όνομα και είχε κρεμάσει μια τουρκική σημαία για να το γλιτώσει. Ετσι σωθήκαμε».
Οι επιθέσεις, όμως, συνεχίστηκαν
«Το απόγευμα ο πατέρας και ο αδελφός μου επέστρεψαν στον Βόσπορο. Λίγο αργότερα τρεις έφηβοι ήρθαν έξω από το σπίτι, έβγαλαν τα μαχαίρια τους και έκαναν ότι τα ακονίζουν φωνάζοντας: “Σήμερα στο σπίτι του γιατρού!”, μαζί με το σύνθημα “Σήμερα στο βιος σας, αύριο στις ψυχές σας!”. Αρχισε πάλι ο φόβος. Ο πατέρας μας, θαρραλέος, βγήκε από το σπίτι και πήγε στο αστυνομικό τμήμα ζητώντας βοήθεια. Πράγματι έστειλαν δύο αστυνομικούς μέχρι την ώρα που τέθηκε σε ισχύ ο στρατιωτικός νόμος» λέει η 74χρονη γυναίκα.
«Μας έδιωξαν». Η οικογένεια της Ελένης Αναπνιώτη έφυγε από την Πόλη 11 χρόνια αργότερα, το 1966. «Δεν μας έδιωξαν, φύγαμε γιατί οι συνθήκες ήταν πια πολύ δύσκολες. Πουλήσαμε το σπίτι μας σε πολύ χαμηλή τιμή και φύγαμε», λέει.
Τα Σεπτεμβριανά ήταν, άλλωστε, ένα τρομερό γεγονός. Ηταν η «Νύχτα των Κρυστάλλων» της Πόλης. Οι Ρωμιοί, εκτός από τη νέα κατάσταση που αντιμετώπιζαν, αισθάνονταν πικρία για τη χλιαρή αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης και για την «ουδετερότητα» μεγάλων δυνάμεων όμως οι ΗΠΑ. Τα δύσκολα έπονταν: Οι απελάσεις του ’64, οι μαζικές κατασχέσεις περιουσιών Ελλήνων, η απαγόρευση της ομιλίας ελληνικών σε δημόσιους χώρους, ο περιορισμός στην επιλογή επαγγελμάτων. Το τραύμα από τα γεγονότα όχι μόνο δεν έκλεισε 63 χρόνια μετά, αλλά μεταβιβάστηκε στην επόμενη γενιά, που ακόμη αγωνίζεται για τη δικαίωση των προγόνων της.